επαΐω: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(12)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπαΐω]] και συνηρ. ἐπᾴω)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />η μτχ. <i>επαΐων</i>, [[επαΐοντες]]<br />οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ' έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], [[επακούω]] («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες [[οὐδέν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[αισθάνομαι]], [[διακρίνω]] («καταγελώμενος μὲν οὐκ ἐπαΐεις ὑπ' ἀνδρῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br />(«τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ [[ἐπαΐω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[γνωρίζω]] καλά, [[είμαι]] [[γνώστης]] («μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αΐω</i> «[[αντιλαμβάνομαι]], [[γνωρίζω]]»].
|mltxt=(Α [[ἐπαΐω]] και συνηρ. ἐπᾴω)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />η μτχ. <i>επαΐων</i>, [[επαΐοντες]]<br />οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ' έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], [[επακούω]] («κυνοθρασεῖς θεῶν ἐπαΐοντες [[οὐδέν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[αισθάνομαι]], [[διακρίνω]] («καταγελώμενος μὲν οὐκ ἐπαΐεις ὑπ' ἀνδρῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br />(«τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ [[ἐπαΐω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[γνωρίζω]] καλά, [[είμαι]] [[γνώστης]] («μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αΐω</i> «[[αντιλαμβάνομαι]], [[γνωρίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω)
νεοελλ.-αρχ.
η μτχ. επαΐων, επαΐοντες
οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ' έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες
αρχ.
1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῖς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.)
2. αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, διακρίνω («καταγελώμενος μὲν οὐκ ἐπαΐεις ὑπ' ἀνδρῶν», Αριστοφ.)
3. εννοώ, καταλαβαίνω
(«τὴν βάρβαρον γὰρ γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω», Σοφ.)
4. γνωρίζω καλά, είμαι γνώστης («μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αΐω «αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω»].