Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυγία: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygia
|Transliteration C=trygia
|Beta Code=trugi/a
|Beta Code=trugi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρύξ]] 11, <b class="b2">lees, sediment</b>, οἰνηρὰ τ. <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>86.29</span>, cf. <span class="title">Mim. Oxy.</span>413.55, <span class="title">Gp.</span>7.12.7; ἐλαίου Hsch. s.v. [[τρύγιος; ὄξεος]] <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.3</span>; τ. αἵματος Gal.19.490. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[τρύξ]] 1, <b class="b2">new wine</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>531i22</span> (i A. D.).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[τρύξ]] II, [[lees]], [[sediment]], οἰνηρὰ τρυγία Ph.Bel.86.29, cf. Mim. Oxy.413.55, Gp.7.12.7; τρυγία ἐλαίου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τρύγιος]]; ὄξεος Aret.CA2.3; τρυγία αἵματος Gal.19.490.<br><span class="bld">2</span> = [[τρύξ]] I, [[new wine]], BGU531i22 (i A. D.).
}}
{{ls
|lstext='''τρῠγία''': ἡ, = [[τρύξ]], οἴνου Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 677· ἐλαίου Ἡσύχ.· ὄξους Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 1. 251.
}}
{{grml
|mltxt=[[τρυγία]], η, ΝΜΑ, και [[τρυγιά]] Ν, και ιων. τ. [[τρυγίη]] Α [[τρύξ]], <i>τρυγός</i>]<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού, [[τρύξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> σκληρή [[εναπόθεση]] στα δόντια, η οποία εμφανίζεται [[στερεά]] προσκολλημένη [[κυρίως]] στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών προγομφίων της [[κάτω]] γνάθου [[καθώς]] και στις παρειακές επιφάνειες τών άνω γομφίων, κν. [[πέτρα]] τών δοντιών<br /><b>2.</b> (τροφ. τεχνολ.-χημ.) η [[υποστάθμη]] που σχηματίζεται στο [[κρασί]] και προσκολλάται στον πυθμένα και στα τοιχώματα τών σκευών, τών βαρελιών και τών δεξαμενών ή [[αλλού]] όπου αποθηκεύεται το [[προϊόν]] για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «λευκή [[τρυγία]]» — <b>βλ.</b> [[τρυγικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />νέο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] υποστεί [[ζύμωση]], [[γλεύκος]], [[μούστος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[τρύξ]], <i>Geop</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγία Medium diacritics: τρυγία Low diacritics: τρυγία Capitals: ΤΡΥΓΙΑ
Transliteration A: trygía Transliteration B: trygia Transliteration C: trygia Beta Code: trugi/a

English (LSJ)

ἡ,
A = τρύξ II, lees, sediment, οἰνηρὰ τρυγία Ph.Bel.86.29, cf. Mim. Oxy.413.55, Gp.7.12.7; τρυγία ἐλαίου Hsch. s.v. τρύγιος; ὄξεος Aret.CA2.3; τρυγία αἵματος Gal.19.490.
2 = τρύξ I, new wine, BGU531i22 (i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγία: ἡ, = τρύξ, οἴνου Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 677· ἐλαίου Ἡσύχ.· ὄξους Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 1. 251.

Greek Monolingual

τρυγία, η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α τρύξ, τρυγός]
το κατακάθι του κρασιού, τρύξ
νεοελλ.
1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών προγομφίων της κάτω γνάθου καθώς και στις παρειακές επιφάνειες τών άνω γομφίων, κν. πέτρα τών δοντιών
2. (τροφ. τεχνολ.-χημ.) η υποστάθμη που σχηματίζεται στο κρασί και προσκολλάται στον πυθμένα και στα τοιχώματα τών σκευών, τών βαρελιών και τών δεξαμενών ή αλλού όπου αποθηκεύεται το προϊόν για μεγάλο χρονικό διάστημα
3. φρ. «λευκή τρυγία» — βλ. τρυγικός
αρχ.
νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση, γλεύκος, μούστος.

German (Pape)

ἡ, = τρύξ, Geop.