ακρωτηριάζω: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀκρωτηριάζω]])<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[κόβω]], [[κυρίως]] τις άκρες<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) [[κόβω]] [[μέλος]] του σώματος κάποιου, [[κυρίως]] [[χέρι]] ή [[πόδι]]<br /><b>3.</b> [[κολοβώνω]], [[σακατεύω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εγχείριση [[τέμνω]] [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και το μέσ.) [[αποκόπτω]] το [[έμβολο]] από την [[πλώρη]] πλοίου<br /><b>2.</b> [[αποτελώ]] [[ακρωτήριο]], [[προεξέχω]] ως [[ακρωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Α [[ἀκρωτηριάζω]])<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[κόβω]], [[κυρίως]] τις άκρες<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) [[κόβω]] [[μέλος]] του σώματος κάποιου, [[κυρίως]] [[χέρι]] ή [[πόδι]]<br /><b>3.</b> [[κολοβώνω]], [[σακατεύω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εγχείριση [[τέμνω]] [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και το μέσ.) [[αποκόπτω]] το [[έμβολο]] από την [[πλώρη]] πλοίου<br /><b>2.</b> [[αποτελώ]] [[ακρωτήριο]], [[προεξέχω]] ως [[ακρωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρωτήριο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρωτηριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρωτηρίασις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρωτηρίασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρωτηριαστήρας</i>, [[ακρωτηριαστής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
(Α ἀκρωτηριάζω)
1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες
2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος του σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι
3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω
νεοελλ.
με εγχείριση τέμνω μέλος του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. (και το μέσ.) αποκόπτω το έμβολο από την πλώρη πλοίου
2. αποτελώ ακρωτήριο, προεξέχω ως ακρωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρωτήριο.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριασμός
αρχ.
ἀκρωτηρίασις
μσν.
ἀκρωτηρίασμα
νεοελλ.
ακρωτηριαστήρας, ακρωτηριαστής].