ἄλινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἄλινος
|Medium diacritics=ἄλινος
|Low diacritics=άλινος
|Capitals=ΑΛΙΝΟΣ
|Transliteration A=álinos
|Transliteration B=alinos
|Transliteration C=alinos
|Beta Code=a)/linos
|Definition=ον, (< [[λίνον]]) [[without net]], ἄ. [[θήρα]] game [[not caught with net]], ''AP'' 9.244 (Apollonid.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de almendras]] ἀ. [[ἔλαιον]] Aët.7.69 (var. [[ἄληνον]]).<br />(ἄλῐνος) -ον [[no cogido con red]] θήρα <i>AP</i> 9.244 (Apollonid.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ohne Netz, [[θήρα]] Apolloniad. 15 (IX, 244).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ohne Netz, [[θήρα]] Apolloniad. 15 (IX, 244).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans filets.<br />'''Étymologie:''' ἀ, λίνος.
|btext=ος, ον :<br />[[sans filets]].<br />'''Étymologie:''' [[]], λίνος.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλινος]], -η, -ον (Α) [[ἅλς]]<br />ο κατασκευασμένος από [[αλάτι]], [[αλατένιος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄλινος]], -ον (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] (λιναρένια) δίχτυα<br /><b>2.</b> (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με [[δίχτυ]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον [[de almendras]] . [[ἔλαιον]] Aët.7.69 (var. [[ἄληνον]]).
|lsmtext='''ἄλῐνος:''' ([[λίνον]]), αυτός που δεν έχει [[δίχτυ]], ἄλ. [[θήρα]], [[κυνήγι]] στο οποιο δεν χρησιμοποιείται [[δίχτυ]], σε Ανθ.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(ἄλῐνος) -ον [[no cogido con red]] θήρα <i>AP</i> 9.244 (Apollonid.).
|elrutext='''ἄλῐνος:''' [[без]] (применения) сетей ([[θήρα]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλινος]], -η, -ον (Α) [[ἅλς]]<br />ο κατασκευασμένος από [[αλάτι]], [[αλατένιος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄλινος]], -ον (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] (λιναρένια) δίχτυα<br /><b>2.</b> (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με [[δίχτυ]].
|mdlsjtxt=[[λίνον]]<br />without a net, ἄλ. [[θήρα]] a [[chase]] in [[which]] no net is used, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλινος Medium diacritics: ἄλινος Low diacritics: άλινος Capitals: ΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: álinos Transliteration B: alinos Transliteration C: alinos Beta Code: a)/linos

English (LSJ)

ον, (< λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, AP 9.244 (Apollonid.).

Spanish (DGE)

-ον de almendras ἀ. ἔλαιον Aët.7.69 (var. ἄληνον).
(ἄλῐνος) -ον no cogido con red θήρα AP 9.244 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 97] ohne Netz, θήρα Apolloniad. 15 (IX, 244).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans filets.
Étymologie: , λίνος.

Greek Monolingual

(I)
ἅλινος, -η, -ον (Α) ἅλς
ο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος.
(II)
ἄλινος, -ον (Α) λίνον
1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα
2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ.

Greek Monotonic

ἄλῐνος: (λίνον), αυτός που δεν έχει δίχτυ, ἄλ. θήρα, κυνήγι στο οποιο δεν χρησιμοποιείται δίχτυ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῐνος: без (применения) сетей (θήρα Anth.).

Middle Liddell

λίνον
without a net, ἄλ. θήρα a chase in which no net is used, Anth.