ἀμμοδύτης: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ammodytis | |Transliteration C=ammodytis | ||
|Beta Code=a)mmodu/ths | |Beta Code=a)mmodu/ths | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[sand-burrower]], a kind of [[serpent]], Philum.''Ven.''22.1.; διψάς Str.17.1.21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se esconde en la arena]] cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.<i>Ven</i>.22.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμμοδύτης''': ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, [[εἶδος]] ὄφεως, κοινότερον καλουμένου [[διψάς]], Στράβ. 803· πρβλ: [[ἀμμοβάτης]]. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. [[χηραμοδύτης]], [[σισυρνοδύτης]]]. | |lstext='''ἀμμοδύτης''': ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, [[εἶδος]] ὄφεως, κοινότερον καλουμένου [[διψάς]], Στράβ. 803· πρβλ: [[ἀμμοβάτης]]. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. [[χηραμοδύτης]], [[σισυρνοδύτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμμοδύτης]], ο (Α)<br />αυτός που εισδύει στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δύτης]] «[[βουτηχτής]]»]. | |mltxt=[[ἀμμοδύτης]], ο (Α)<br />αυτός που εισδύει στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δύτης]] «[[βουτηχτής]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que se esconde en la arena cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.Ven.22.1.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].
Greek Monolingual
ἀμμοδύτης, ο (Α)
αυτός που εισδύει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμμος + δύτης «βουτηχτής»].