αμυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμυντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]] για [[άμυνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) ο [[πρόθυμος]], [[έτοιμος]] να αποκρούσει [[επίθεση]] ή [[ενόχληση]] (αντίθ. [[φυλακτικός]])<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική<br />[[τέχνη]], [[τρόπος]], [[μέσα]] άμυνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυντικότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμυντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]] για [[άμυνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) ο [[πρόθυμος]], [[έτοιμος]] να αποκρούσει [[επίθεση]] ή [[ενόχληση]] (αντίθ. [[φυλακτικός]])<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική<br />[[τέχνη]], [[τρόπος]], [[μέσα]] άμυνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυντικότητα]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμυντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα
2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα
αρχ.
1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός)
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική
τέχνη, τρόπος, μέσα άμυνας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμύνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυντικότητα].