άνοστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(4)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄνοστος]], -ον (Α) [[νόστος]] «[[επιστροφή]]»]<br />[[εκείνος]] που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην [[πατρίδα]] («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄνοστος]], -ον) [[νόστος]] (II) «[[γεύση]]»]<br />[[χωρίς]] [[νοστιμιά]], [[άγευστος]], [[ανούσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν προκαλεί ευχάριστη [[εντύπωση]], [[άχαρος]], [[σαχλός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄνοστος]], -ον (Α) [[νόστος]] «[[επιστροφή]]»]<br />[[εκείνος]] που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην [[πατρίδα]] («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄνοστος]], -ον) [[νόστος]] (II) «[[γεύση]]»]<br />[[χωρίς]] [[νοστιμιά]], [[άγευστος]], [[ανούσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν προκαλεί ευχάριστη [[εντύπωση]], [[άχαρος]], [[σαχλός]].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄνοστος, -ον (Α) νόστος «επιστροφή»]
εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).
(II)
-η, -ο (Α ἄνοστος, -ον) νόστος (II) «γεύση»]
χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος
νεοελλ.
εκείνος που δεν προκαλεί ευχάριστη εντύπωση, άχαρος, σαχλός.