ὑπεραναβαίνω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperanavaino | |Transliteration C=yperanavaino | ||
|Beta Code=u(peranabai/nw | |Beta Code=u(peranabai/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[pass over]], [[cross]], τὰς Ἄλπεις Zos.2.53.<br><span class="bld">2</span> [[rise above]], τὸν ἀέρα Gal.19.172.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[transcend]], c. acc., Eust. 18.25, Eustr. ''in EN''32.36; <b class="b3">ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον</b> a [[transcendent]] or [[superior]] criterion, S.E.''M.''7.445. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[βαίνω]]), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεραναβαίνω:''' досл. переходить, перен. превосходить: ὑπεραναβεβηκός τι Sext. нечто превосходное. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[υπερβαίνω]], [[περνώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεραναβεβηκὸς [[κριτήριον]]» — υπέρτατο, ανώτατο [[κριτήριο]] (Σέξτ. Εμπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
A pass over, cross, τὰς Ἄλπεις Zos.2.53.
2 rise above, τὸν ἀέρα Gal.19.172.
II metaph., transcend, c. acc., Eust. 18.25, Eustr. in EN32.36; ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον a transcendent or superior criterion, S.E.M.7.445.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. βαίνω), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραναβαίνω: досл. переходить, перен. превосходить: ὑπεραναβεβηκός τι Sext. нечто превосходное.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραναβαίνω: ὑπερβαίνω, περῶ ὑπεράνω τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβαίνω, εἶμαι ἀνώτερος, ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι ἔξοχος, ὑπέροχος, κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)
2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» — υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.).