αστακός: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀστακός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών<br />κύρια χαρακτηριστικά τους [[είναι]] ο [[δύσκαμπτος]] και μεταμερισμένος [[εξωσκελετός]] τους, [[πέντε]] ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται [[συχνά]] σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην [[κοιλιά]] και πτερυγιόμορφη [[ουρά]]<br /><b>2.</b> επιστημονική [[ονομασία]] της καραβίδας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόκκινος]] σαν [[αστακός]]» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από [[οργή]] ή [[αμηχανία]]<br />β) «αρματωμένος σαν [[αστακός]]» — [[πάνοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] [[μέρος]] του αφτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οστα</i>-<i>κός</i> (<i>οστά</i>), με προληπτική [[αφομοίωση]] το <i>ο</i>- σε <i>α</i>-, <span style="color: red;"><</span> <b>(ΙΕ.)</b> <i>osthn</i>-<i>qό</i>-<i>s</i>, αρχαίο παράγωγο σε -<i>κ</i> ερρίνου θεμ. σε -<i>n</i>, το οποίο απαντά στη γεν. <i>asthn</i>-<i>ah</i> του αρχ. ινδ. <i>άsthi</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οστούν</i>) [[καθώς]] και στο αρχ. ινδ. σύνθετο <i>an</i>-<i>astha</i>-<i>ka</i>- «[[χωρίς]] κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. <i>atthi</i> -<i>taco</i> («[[κάβουρας]]») <span style="color: red;"><</span> <i>asthi</i>-<i>tvacas</i>- «αυτός που περιέχει [[γύρω]] από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο [[αστακός]] (αττ. [[οστακός]]) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].
|mltxt=ο (AM [[ἀστακός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών<br />κύρια χαρακτηριστικά τους [[είναι]] ο [[δύσκαμπτος]] και μεταμερισμένος [[εξωσκελετός]] τους, [[πέντε]] ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται [[συχνά]] σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην [[κοιλιά]] και πτερυγιόμορφη [[ουρά]]<br /><b>2.</b> επιστημονική [[ονομασία]] της καραβίδας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόκκινος]] σαν [[αστακός]]» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από [[οργή]] ή [[αμηχανία]]<br />β) «αρματωμένος σαν [[αστακός]]» — [[πάνοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] [[μέρος]] του αφτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οστα</i>-<i>κός</i> (<i>οστά</i>), με προληπτική [[αφομοίωση]] το <i>ο</i>- σε <i>α</i>-, <span style="color: red;"><</span> <b>(ΙΕ.)</b> <i>osthn</i>-<i>qό</i>-<i>s</i>, αρχαίο παράγωγο σε -<i>κ</i> ερρίνου θεμ. σε -<i>n</i>, το οποίο απαντά στη γεν. <i>asthn</i>-<i>ah</i> του αρχ. ινδ. <i>άsthi</i> (πρβλ. <i>οστούν</i>) [[καθώς]] και στο αρχ. ινδ. σύνθετο <i>an</i>-<i>astha</i>-<i>ka</i>- «[[χωρίς]] κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. <i>atthi</i> -<i>taco</i> («[[κάβουρας]]») <span style="color: red;"><</span> <i>asthi</i>-<i>tvacas</i>- «αυτός που περιέχει [[γύρω]] από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο [[αστακός]] (αττ. [[οστακός]]) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (AM ἀστακός)
1. κοινή ονομασία γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών
κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο δύσκαμπτος και μεταμερισμένος εξωσκελετός τους, πέντε ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται συχνά σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην κοιλιά και πτερυγιόμορφη ουρά
2. επιστημονική ονομασία της καραβίδας
3. φρ. α) «κόκκινος σαν αστακός» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από οργή ή αμηχανία
β) «αρματωμένος σαν αστακός» — πάνοπλος
αρχ.
το κοίλο μέρος του αφτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οστα-κός (οστά), με προληπτική αφομοίωση το ο- σε α-, < (ΙΕ.) osthn--s, αρχαίο παράγωγο σε -κ ερρίνου θεμ. σε -n, το οποίο απαντά στη γεν. asthn-ah του αρχ. ινδ. άsthi (πρβλ. οστούν) καθώς και στο αρχ. ινδ. σύνθετο an-astha-ka- «χωρίς κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. atthi -tacoκάβουρας») < asthi-tvacas- «αυτός που περιέχει γύρω από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο αστακός (αττ. οστακός) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].