διαμιμνήσκομαι: Difference between revisions

(9)
 
(1a)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμιμνήσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]].
|mltxt=[[διαμιμνήσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμιμνήσκομαι:''' παρακ. -[[μέμνημαι]], αποθ., [[διατηρώ]] ζωντανά στη [[μνήμη]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. -[[μέμνημαι]]<br />Dep. to [[keep]] in [[memory]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 9 January 2019

Greek Monolingual

διαμιμνήσκομαι (Α)
1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου
2. μνημονεύω, αναφέρω.

Greek Monotonic

διαμιμνήσκομαι: παρακ. -μέμνημαι, αποθ., διατηρώ ζωντανά στη μνήμη, σε Ξεν.

Middle Liddell

perf. -μέμνημαι
Dep. to keep in memory, Xen.