ἀντιστατικός: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
(3) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antistatikos | |Transliteration C=antistatikos | ||
|Beta Code=a)ntistatiko/s | |Beta Code=a)ntistatiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἀντιστατική, ἀντιστατικόν, of or [[for a counter-plea]] (cf. [[ἀντίστασις]] ''III''), Hermog.''Stat.''5,10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[opuesto]], [[hostil]] φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.<i>Porph</i>.1.5.<br /><b class="num">2</b> [[equilibrado]] [[ἀντίθεσις]] Hermog.<i>Stat</i>.42, 63.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀντιστατικῶς]] = [[en oposición]] Gr.Nyss.M.44.645D. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀντιστατικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς ἀντίστασιν διατεθειμένος, Ἑρμογ.: Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. - [[οὕτως]] ἀντίστατος, ον, Γρηγ. Ναζ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ο (Α [[ἀντιστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού<br /><b>αρχ.</b><br />ο διατεθειμένος, ο [[πρόθυμος]] ν' αντισταθεί. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[Widerstand]] [[leistend]]</i>; bei Rhett. <i>zum [[Gegenüberstellen]], zur [[Vergleichung]] [[gehörig]]</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:26, 27 January 2024
English (LSJ)
ἀντιστατική, ἀντιστατικόν, of or for a counter-plea (cf. ἀντίστασις III), Hermog.Stat.5,10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1opuesto, hostil φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.Porph.1.5.
2 equilibrado ἀντίθεσις Hermog.Stat.42, 63.
II adv. ἀντιστατικῶς = en oposición Gr.Nyss.M.44.645D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστατικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἀντίστασιν διατεθειμένος, Ἑρμογ.: Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. - οὕτως ἀντίστατος, ον, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α ἀντιστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού
αρχ.
ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος ν' αντισταθεί.
German (Pape)
Widerstand leistend; bei Rhett. zum Gegenüberstellen, zur Vergleichung gehörig.