εδώλιο: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ἐδώλιον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έδρα]], [[θρανίο]]<br /><b>2.</b> «[[εδώλιο]] κατηγορουμένου» — το [[κάθισμα]] όπου κάθεται ο [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμονή]], [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> τα καθίσματα τών κωπηλατών ή [[είδος]] ψηλότερου καταστρώματος στην [[πρύμνη]] και την [[πρώρα]]<br /><b>3.</b> [[ιστοδόκη]]<br /><b>4.</b> (στο [[θέατρο]]) ημικύκλιο καθισμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στον τ. <i>εδώλια</i>, του οποίου [[σπανίως]] χρησιμοποιείται ο [[ενικός]], απαντά η ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[έζομαι]]), στην οποία [[άλλωστε]] ανάγονται και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών παρεκτεταμένοι σε -<i>λ</i>- που όμως δεν αντιστοιχούν ακριβώς στο ελλ. <i>εδώλια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>dalo</i> «[[κάθισμα]]», λατ. <i>sedĩle</i>, γοτθ. <i>sitls</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sezzal</i> «[[πολυθρόνα]]»). Ο τ. <i>εδωλή</i>, μεταπλασμένος [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ωλή</i>, και ο τ. <i>έδωλα</i> αποτελούν υστερογενείς σχηματισμούς].
|mltxt=το (Α ἐδώλιον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έδρα]], [[θρανίο]]<br /><b>2.</b> «[[εδώλιο]] κατηγορουμένου» — το [[κάθισμα]] όπου κάθεται ο [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμονή]], [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> τα καθίσματα τών κωπηλατών ή [[είδος]] ψηλότερου καταστρώματος στην [[πρύμνη]] και την [[πρώρα]]<br /><b>3.</b> [[ιστοδόκη]]<br /><b>4.</b> (στο [[θέατρο]]) ημικύκλιο καθισμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στον τ. <i>εδώλια</i>, του οποίου [[σπανίως]] χρησιμοποιείται ο [[ενικός]], απαντά η ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[έζομαι]]), στην οποία [[άλλωστε]] ανάγονται και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών παρεκτεταμένοι σε -<i>λ</i>- που όμως δεν αντιστοιχούν ακριβώς στο ελλ. <i>εδώλια</i> ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>dalo</i> «[[κάθισμα]]», λατ. <i>sedĩle</i>, γοτθ. <i>sitls</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sezzal</i> «[[πολυθρόνα]]»). Ο τ. <i>εδωλή</i>, μεταπλασμένος [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ωλή</i>, και ο τ. <i>έδωλα</i> αποτελούν υστερογενείς σχηματισμούς].
}}
}}

Latest revision as of 08:41, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α ἐδώλιον)
νεοελλ.
1. έδρα, θρανίο
2. «εδώλιο κατηγορουμένου» — το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος
αρχ.
1. διαμονή, κατοικία
2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα
3. ιστοδόκη
4. (στο θέατρο) ημικύκλιο καθισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εδώλια, του οποίου σπανίως χρησιμοποιείται ο ενικός, απαντά η ΙΕ ρίζα sed- (βλ. λ. έζομαι), στην οποία άλλωστε ανάγονται και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών παρεκτεταμένοι σε -λ- που όμως δεν αντιστοιχούν ακριβώς στο ελλ. εδώλια (πρβλ. αρχ. σλαβ. sědalo «κάθισμα», λατ. sedĩle, γοτθ. sitls, αρχ. άνω γερμ. sezzal «πολυθρόνα»). Ο τ. εδωλή, μεταπλασμένος κατά τα ονόματα σε -ωλή, και ο τ. έδωλα αποτελούν υστερογενείς σχηματισμούς].