ενιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(12)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνιδρύω]])<br />[[ιδρύω]] σ' έναν [[τόπο]], [[εγκαθιδρύω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]], [[θεμελιώνω]] («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[εγκαθιστώ]] («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενιδρύομαι</i><br />[[χτίζω]], [[θεμελιώνω]], [[οικοδομώ]] για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[φοιτώ]], [[συχνάζω]]<br />β) έχω ιδρυθεί [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εγκαθίσταμαι.
|mltxt=(AM [[ἐνιδρύω]])<br />[[ιδρύω]] σ' έναν [[τόπο]], [[εγκαθιδρύω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]], [[θεμελιώνω]] («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[εγκαθιστώ]] («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενιδρύομαι</i><br />[[χτίζω]], [[θεμελιώνω]], [[οικοδομώ]] για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[φοιτώ]], [[συχνάζω]]<br />β) έχω ιδρυθεί [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εγκαθίσταμαι.
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνιδρύω)
ιδρύω σ' έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)
μσν.
εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)
αρχ.
1. μέσ. ενιδρύομαι
χτίζω, θεμελιώνω, οικοδομώ για τον εαυτό μου
2. παθ. α) φοιτώ, συχνάζω
β) έχω ιδρυθεί μέσα σε κάτι
3. (αμτβ.) εγκαθίσταμαι.