εξαρκώ: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(12)
 
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαρκώ, -έω)<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]], [[φτάνω]] («ὁ [[βίος]] μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αντέχω]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]], βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)<br /><b>4.</b> (με δοτ. ή αιτ.) α) [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[σπεύδω]] σε [[βοήθεια]]<br />β) έχω σε αρκετή [[ποσότητα]], έχω αρκετά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξαρκῶ [[ἐμοί]]» — [[είμαι]] ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]], μού φτάνει<br />β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ [[πρός]] τι» — [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]] για [[κάτι]]<br />γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — [[προσφέρω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />δ) «οὐκ ἐξαρκεῑ μόνον τινί» — δεν [[είναι]] αρκετό για κάποιον [[απλώς]] να...<br />ε) «ἐξαρκῶ πᾱσιν» — [[είμαι]] [[ικανός]] να τά βάλω με όλους.
|mltxt=(AM ἐξαρκώ, -έω)<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]], [[φτάνω]] («ὁ [[βίος]] μοι δοκεῖ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῖν... ἡσυχίην ἄγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αντέχω]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]], βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)<br /><b>4.</b> (με δοτ. ή αιτ.) α) [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[σπεύδω]] σε [[βοήθεια]]<br />β) έχω σε αρκετή [[ποσότητα]], έχω αρκετά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξαρκῶ [[ἐμοί]]» — [[είμαι]] ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]], μού φτάνει<br />β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ [[πρός]] τι» — [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]] για [[κάτι]]<br />γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — [[προσφέρω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />δ) «οὐκ ἐξαρκεῖ μόνον τινί» — δεν [[είναι]] αρκετό για κάποιον [[απλώς]] να...<br />ε) «ἐξαρκῶ πᾶσιν» — [[είμαι]] [[ικανός]] να τά βάλω με όλους.
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 29 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐξαρκώ, -έω)
1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῖ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, Πλάτ.)
2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῖν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.)
3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά δυνατός, βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)
4. (με δοτ. ή αιτ.) α) βοηθώ, επικουρώ, σπεύδω σε βοήθεια
β) έχω σε αρκετή ποσότητα, έχω αρκετά
5. φρ. α) «ἐξαρκῶ ἐμοί» — είμαι ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, μού φτάνει
β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ πρός τι» — επαρκώ, είμαι αρκετός για κάτι
γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — προσφέρω υπέρ κάποιου
δ) «οὐκ ἐξαρκεῖ μόνον τινί» — δεν είναι αρκετό για κάποιον απλώς να...
ε) «ἐξαρκῶ πᾶσιν» — είμαι ικανός να τά βάλω με όλους.