εξαπατώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαπατῶ, -άω) (επιτ. τ. του <i>απατῶ</i>, [[συχνά]] και [[χωρίς]] επιτ. σημ.)<br /><b>1.</b> [[ξεγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[δολιεύομαι]], [[παραπλανώ]]<br />(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν [[Ἀθήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) με απατηλές υποσχέσεις [[παρασύρω]], [[ξεπλανώ]], εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με [[υπόσχεση]] γάμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> (για συζύγους) [[γίνομαι]] [[θύμα]] συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι [[ευχαριστημένος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαπατῶ νόσον» — [[ελαττώνω]] [[κάπως]] έμμεσα την [[οξύτητα]] της ασθένειας, του παθήματος, [[ξεγελώ]] την [[αρρώστια]] ή την [[πείνα]], τη [[δίψα]] κ.λπ.
|mltxt=(AM [[ἐξαπατῶ]], [[ἐξαπατάω]]) (επιτ. τ. του <i>[[απατῶ]]</i>, [[συχνά]] και [[χωρίς]] επιτ. σημ.)<br /><b>1.</b> [[ξεγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[δολιεύομαι]], [[παραπλανώ]]<br />(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν [[Ἀθήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) με απατηλές υποσχέσεις [[παρασύρω]], [[ξεπλανώ]], εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με [[υπόσχεση]] γάμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> (για συζύγους) [[γίνομαι]] [[θύμα]] συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι [[ευχαριστημένος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαπατῶ νόσον» — [[ελαττώνω]] [[κάπως]] έμμεσα την [[οξύτητα]] της ασθένειας, του παθήματος, [[ξεγελώ]] την [[αρρώστια]] ή την [[πείνα]], τη [[δίψα]] κ.λπ.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 11 March 2023

Greek Monolingual

(AM ἐξαπατῶ, ἐξαπατάω) (επιτ. τ. του απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.)
1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ
(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ, εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με υπόσχεση γάμου»)
νεοελλ.
παθ. (για συζύγους) γίνομαι θύμα συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι ευχαριστημένος»)
αρχ.
φρ. «ἐξαπατῶ νόσον» — ελαττώνω κάπως έμμεσα την οξύτητα της ασθένειας, του παθήματος, ξεγελώ την αρρώστια ή την πείνα, τη δίψα κ.λπ.