επίπονος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίπονος]], -ον) [[πόνος]]<br />[[κουραστικός]], [[κοπιαστικός]] («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο, ο [[γεμάτος]] κόπους και βάσανα<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> [[εργατικός]], [[επιμελής]] («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αντέχει [[μεγάλη]] [[κούραση]]<br /><b>4.</b> (για οιωνούς) [[δυσοίωνος]], αυτός που προμηνύει [[κακά]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίπονον</i><br />[[κόπος]], [[μόχθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπόνως</i> και -<i>α</i><br /><b>1.</b> με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με [[επιμέλεια]], με [[φιλοπονία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίπονος]], -ον) [[πόνος]]<br />[[κουραστικός]], [[κοπιαστικός]] («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο, ο [[γεμάτος]] κόπους και βάσανα<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> [[εργατικός]], [[επιμελής]] («δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῦς ἀνδρός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αντέχει [[μεγάλη]] [[κούραση]]<br /><b>4.</b> (για οιωνούς) [[δυσοίωνος]], αυτός που προμηνύει [[κακά]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίπονον</i><br />[[κόπος]], [[μόχθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπόνως</i> και -<i>α</i><br /><b>1.</b> με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με [[επιμέλεια]], με [[φιλοπονία]].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίπονος, -ον) πόνος
κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα
2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῦς ἀνδρός», Πλάτ.)
3. αυτός που δεν αντέχει μεγάλη κούραση
4. (για οιωνούς) δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κακά
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπονον
κόπος, μόχθος.
επίρρ...
ἐπιπόνως και -α
1. με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα
2. μτφ. με επιμέλεια, με φιλοπονία.