εὐθυντηρία: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />place où le pilote dirige le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[εὐθυντήριος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[place où le pilote dirige le gouvernail]].<br />'''Étymologie:''' fém. de [[εὐθυντήριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυντήριος]], -ία, -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό, πρισματικό [[συνήθως]], [[εξάρτημα]] μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[λεία]] [[πλάκα]], παράλληλη [[προς]] τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη [[παλινδρόμηση]] του εμβόλου ατμομηχανής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον [[σκῆπτρον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του πλοίου στο οποίο ήταν [[σταθερά]] προσαρμοσμένο το [[πηδάλιο]]<br /><b>2.</b> το [[επίστρωμα]] στο οποίο στηρίζεται η [[κρηπίδα]] αρχαίου ναού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθυντήριον</i><br />[[κανόνας]], [[πρότυπο]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυντήριος]], -ία, -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό, πρισματικό [[συνήθως]], [[εξάρτημα]] μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[λεία]] [[πλάκα]], παράλληλη [[προς]] τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη [[παλινδρόμηση]] του εμβόλου ατμομηχανής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον [[σκῆπτρον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του πλοίου στο οποίο ήταν [[σταθερά]] προσαρμοσμένο το [[πηδάλιο]]<br /><b>2.</b> το [[επίστρωμα]] στο οποίο στηρίζεται η [[κρηπίδα]] αρχαίου ναού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθυντήριον</i><br />[[κανόνας]], [[πρότυπο]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθυντηρία:''' ἡ [[место]], [[где установлен руль]] Eur.
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, der Ort, wo das Steuerruder befestigt ist, Eur. I. T. 1356. fem. von

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
place où le pilote dirige le gouvernail.
Étymologie: fém. de εὐθυντήριος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυντήριος, -ία, -ον) ευθύνω
το θηλ. ως ουσ. νεοελλ.
1. μεταλλικό, πρισματικό συνήθως, εξάρτημα μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή κίνηση
2. λεία πλάκα, παράλληλη προς τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη παλινδρόμηση του εμβόλου ατμομηχανής
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον σκῆπτρον»)
αρχ.
1. το μέρος του πλοίου στο οποίο ήταν σταθερά προσαρμοσμένο το πηδάλιο
2. το επίστρωμα στο οποίο στηρίζεται η κρηπίδα αρχαίου ναού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθυντήριον
κανόνας, πρότυπο.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυντηρία:место, где установлен руль Eur.