ευπορία: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(15) |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπορία]]) [[εύπορος]]<br />το να υπάρχει [[επάρκεια]] ή [[αφθονία]] πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική [[ευμάρεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[εξασφάλιση]] σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας [[ευεργέτημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευκολία]] να βρει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να υπάρχει [[κάτι]] σε αρκετή [[ποσότητα]] (α. «[[εὐκαιρία]] ῥοδομέλιτος» β. «[[εὐπορία]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[εὐπορία]] ἦν | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐπορία]]) [[εύπορος]]<br />το να υπάρχει [[επάρκεια]] ή [[αφθονία]] πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική [[ευμάρεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[εξασφάλιση]] σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας [[ευεργέτημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευκολία]] να βρει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να υπάρχει [[κάτι]] σε αρκετή [[ποσότητα]] (α. «[[εὐκαιρία]] ῥοδομέλιτος» β. «[[εὐπορία]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[εὐπορία]] ἦν ἡμῖν ποιεῖσθαι»)<br /><b>2.</b> [[λύση]] αποριών και αμφιβολιών, [[άρση]] τών δυσκολιών στην [[κατανόηση]] κάποιου θέματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ παρ' [[ἀλλήλων]] [[εὐπορία]]» — η αμοιβαία [[βοήθεια]]<br />β) «ἀρουραία [[εὐπορία]]» — [[γεωργικός]] [[πλούτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπορία) εύπορος
το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια
νεοελλ.-μσν.
η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα»)
μσν.-αρχ.
η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα (α. «εὐκαιρία ῥοδομέλιτος» β. «εὐπορία χρημάτων»)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια να κάνει κάποιος κάτι («εὐπορία ἦν ἡμῖν ποιεῖσθαι»)
2. λύση αποριών και αμφιβολιών, άρση τών δυσκολιών στην κατανόηση κάποιου θέματος
3. φρ. α) «ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία» — η αμοιβαία βοήθεια
β) «ἀρουραία εὐπορία» — γεωργικός πλούτος.