εχεπευκής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(15)
 
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχεπευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[αιχμηρός]] («αὐτοῑσι [[βέλος]] ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε [[εναντίον]] τους αιχμηρά βέλη, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πικρός]] («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. [[πεύκος]] ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα [[πρέπει]] να συνδέεται με το θ. τών [[πεύκη]], [[πευκεδανός]], [[πευκάλιμος]]. Η σημ. του επιθ. «[[πικρός]]», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, [[είναι]] [[υστερογενής]] και προήλθε [[προφανώς]] από την αρχική σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]»].
|mltxt=[[ἐχεπευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[αιχμηρός]] («αὐτοῖσι [[βέλος]] ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε [[εναντίον]] τους αιχμηρά βέλη, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πικρός]] («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. [[πεύκος]] ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα [[πρέπει]] να συνδέεται με το θ. τών [[πεύκη]], [[πευκεδανός]], [[πευκάλιμος]]. Η σημ. του επιθ. «[[πικρός]]», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, [[είναι]] [[υστερογενής]] και προήλθε [[προφανώς]] από την αρχική σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 24 May 2022

Greek Monolingual

ἐχεπευκής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.)
2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. εχε- (< έχω I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. πεύκος ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα πρέπει να συνδέεται με το θ. τών πεύκη, πευκεδανός, πευκάλιμος. Η σημ. του επιθ. «πικρός», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, είναι υστερογενής και προήλθε προφανώς από την αρχική σημ. «οξύς, διαπεραστικός»].