θρυαλλίδα: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(17) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[θρυαλλίς]])<br />[[φιτίλι]] λάμπας, λυχναριού ή κεριού<br /> | |mltxt=η (ΑΜ [[θρυαλλίς]])<br />[[φιτίλι]] λάμπας, λυχναριού ή κεριού<br /><b>νεοελλ.</b> κυλινδρικό νηματοειδές [[πλέγμα]] από καννάβι ή [[βαμβάκι]] το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή [[είναι]] εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη [[φωτιά]] σε εκρηκτικές ύλες, [[άπτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] φυτού που [[είναι]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] λυχναριών, κν. [[σήμερα]] αρνόγλωσσο, λουμινάκι<br /><b>2.</b> [[κηροπήγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρύον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλίς</i>, που απαντά [[συνήθως]] σε ονομασίες [[φυτών]] και πουλιών ([[πρβλ]]. <i>συκαλλίς</i> - [[σύκον]]). Τα φύλλα του φυτού [[αυτού]] χρησιμοποιούνταν ως [[φιτίλι]], γι' αυτό ονομάστηκε και [[λυχνίτις]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[wick]]=== | |||
Arabic: فَتِيل, فَتِيلَة; Aramaic Jewish: פְּתִילָא, פְּתִילֽתָּא, בֹּוצִנָא; Syriac: ܦܬܺܝܠܳܐ, ܦܬܺܝܠܬܳܐ, ܒܽܘܨܝܺܢܳܐ; Armenian: պատրույգ; Old Armenian: պատրոյգ, բուծին; Azerbaijani: fitil, piltə; Bashkir: филтә; Belarusian: кнот; Bulgarian: фитил; Catalan: ble, metxa; Chinese Mandarin: 燈心/灯心, 燭心/烛心, 炷; Crimean Tatar: melte; Czech: knot; Danish: væge; Dutch: [[lont]]; Esperanto: meĉo; Estonian: taht; Faroese: veikur, rak; Finnish: sydän, sydänlanka; French: [[mèche]], [[mèche de bougie]]; Galician: pabío; Ge'ez: ፍትል, ፈትል ሡዕ; Georgian: ფითილი; German: [[Docht]], [[Dacht]], [[Kerzendocht]]; Greek: [[φιτίλι]]; Ancient Greek: [[θρυαλλίς]], [[ἐλλύχνιον]], [[ἅπτρα]]; Hungarian: kanóc; Icelandic: kveikur; Irish: buaiceas; Italian: [[stoppino]], [[lucignolo]]; Japanese: 芯, 灯心, ろうそくの芯; Kazakh: білте, пілте; Korean: 심지, 등심; Kumyk: мелте; Kyrgyz: билик; Latin: [[filum]], [[mergulus]], [[ellychnium]]; Latvian: dakts; Lithuanian: dagtis; Luhya: olutambi; Macedonian: фитил; Malayalam: തിരി; Middle English: weke, mecche; Nepali: मैनधागो; Norwegian Bokmål: veke; Oromo: fo'aa; Ottoman Turkish: فتیل; Persian: فتیله, پلیته; Plautdietsch: Dacht; Polish: knot, świecidło; Portuguese: [[pavio]], [[mecha]]; Romanian: fitil, muc; Russian: [[фитиль]]; Serbo-Croatian Cyrillic: фѝтӣљ; Roman: fìtīlj; Slovak: knôt; Slovene: stenj; Somali: dubaalad; Spanish: [[mecha]], [[pabilo]], [[pábilo]]; Swahili: utambi, ukope; Swedish: veke; Tagalog: mitsa; Tajik: пилта; Tatar: филтә; Tausug: sumbuhan; Turkish: fitil; Ukrainian: ґніт; Uyghur: پىلىك; Uzbek: pilik; Vietnamese: bấc, bấc đèn; Vilamovian: töcht, tȫht; Welsh: pabwyr; Yiddish: קנויט | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:46, 27 April 2023
Greek Monolingual
η (ΑΜ θρυαλλίς)
φιτίλι λάμπας, λυχναριού ή κεριού
νεοελλ. κυλινδρικό νηματοειδές πλέγμα από καννάβι ή βαμβάκι το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή είναι εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη φωτιά σε εκρηκτικές ύλες, άπτρα
αρχ.
1. ονομασία φυτού που είναι κατάλληλο για την κατασκευή λυχναριών, κν. σήμερα αρνόγλωσσο, λουμινάκι
2. κηροπήγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα -αλλίς, που απαντά συνήθως σε ονομασίες φυτών και πουλιών (πρβλ. συκαλλίς - σύκον). Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι, γι' αυτό ονομάστηκε και λυχνίτις].
Translations
wick
Arabic: فَتِيل, فَتِيلَة; Aramaic Jewish: פְּתִילָא, פְּתִילֽתָּא, בֹּוצִנָא; Syriac: ܦܬܺܝܠܳܐ, ܦܬܺܝܠܬܳܐ, ܒܽܘܨܝܺܢܳܐ; Armenian: պատրույգ; Old Armenian: պատրոյգ, բուծին; Azerbaijani: fitil, piltə; Bashkir: филтә; Belarusian: кнот; Bulgarian: фитил; Catalan: ble, metxa; Chinese Mandarin: 燈心/灯心, 燭心/烛心, 炷; Crimean Tatar: melte; Czech: knot; Danish: væge; Dutch: lont; Esperanto: meĉo; Estonian: taht; Faroese: veikur, rak; Finnish: sydän, sydänlanka; French: mèche, mèche de bougie; Galician: pabío; Ge'ez: ፍትል, ፈትል ሡዕ; Georgian: ფითილი; German: Docht, Dacht, Kerzendocht; Greek: φιτίλι; Ancient Greek: θρυαλλίς, ἐλλύχνιον, ἅπτρα; Hungarian: kanóc; Icelandic: kveikur; Irish: buaiceas; Italian: stoppino, lucignolo; Japanese: 芯, 灯心, ろうそくの芯; Kazakh: білте, пілте; Korean: 심지, 등심; Kumyk: мелте; Kyrgyz: билик; Latin: filum, mergulus, ellychnium; Latvian: dakts; Lithuanian: dagtis; Luhya: olutambi; Macedonian: фитил; Malayalam: തിരി; Middle English: weke, mecche; Nepali: मैनधागो; Norwegian Bokmål: veke; Oromo: fo'aa; Ottoman Turkish: فتیل; Persian: فتیله, پلیته; Plautdietsch: Dacht; Polish: knot, świecidło; Portuguese: pavio, mecha; Romanian: fitil, muc; Russian: фитиль; Serbo-Croatian Cyrillic: фѝтӣљ; Roman: fìtīlj; Slovak: knôt; Slovene: stenj; Somali: dubaalad; Spanish: mecha, pabilo, pábilo; Swahili: utambi, ukope; Swedish: veke; Tagalog: mitsa; Tajik: пилта; Tatar: филтә; Tausug: sumbuhan; Turkish: fitil; Ukrainian: ґніт; Uyghur: پىلىك; Uzbek: pilik; Vietnamese: bấc, bấc đèn; Vilamovian: töcht, tȫht; Welsh: pabwyr; Yiddish: קנויט