ιατρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(17)
 
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰατρεύω]]) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], [[αποκαθιστώ]] την [[υγεία]] κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διορθώνω]], [[διευθετώ]] («τὴν [[φαυλότητα]] τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ [[φύσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασκώ]] το ιατρικό [[επάγγελμα]] («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰατρεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό ιατρική [[θεραπεία]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰατρεύω]]) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], [[αποκαθιστώ]] την [[υγεία]] κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διορθώνω]], [[διευθετώ]] («τὴν [[φαυλότητα]] τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ [[φύσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασκώ]] το ιατρικό [[επάγγελμα]] («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰατρεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό ιατρική [[θεραπεία]].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰατρεύω) ιατρός
1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῦντα», Πλάτ.)
2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», Αριστοτ.)
2. παθ. ἰατρεύομαι
διατελώ υπό ιατρική θεραπεία.