διατελώ

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

(AM διατελῶ, -έω) διατελής
βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση
νεοελλ.
1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ' υπολήψεως»)
2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» — είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου
αρχ.
1. περατώνω, εκπληρώνω
2. εξακολουθώ να είμαι ή να πράττω κάτι («τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτ' ἄν», Πλάτ.)
3. εξακολουθώ να είμαιἀχίτων διατελεῖ»).