ιεράκιο: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἱεράκιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη η [[σύνανδρα]], [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βοτάνου<br /><b>2.</b> μικτό [[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>ιεράκιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], ενώ το νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνεια λ. (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hieracium</i>)].
|mltxt=το (Α [[ἱεράκιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη η [[σύνανδρα]], [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βοτάνου<br /><b>2.</b> μικτό [[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>ιεράκιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], ενώ το νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνεια λ. ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>hieracium</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:57, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α ἱεράκιον)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη η σύνανδρα, οικογένεια σύνθετα
αρχ.
1. είδος βοτάνου
2. μικτό κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιεράκιον < ιέραξ, ενώ το νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ. (πρβλ. αγγλ. hieracium)].