ίον: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ ἴον)<br /> ο [[μενεξές]], η [[βιολέτα]] («λειμῶνες μαλακοὶ ἴου», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> το [[κρίνο]]<br /> <b>2.</b> [[κάθε]] [[άνθος]]<br /> <b>3.</b> [[διακοσμητικός]] [[λίθος]] με σκοτεινό [[χρώμα]].<br /> [<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (ΑΜ ἴον)<br /> ο [[μενεξές]], η [[βιολέτα]] («λειμῶνες μαλακοὶ ἴου», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> το [[κρίνο]]<br /> <b>2.</b> [[κάθε]] [[άνθος]]<br /> <b>3.</b> [[διακοσμητικός]] [[λίθος]] με σκοτεινό [[χρώμα]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τόσο η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>γία</i><br /> [[ἄνθη]] όσο και η [[μετρική]] [[δομή]] της λ. οδηγούν σε αρχικό τ. <i>Fίον</i>, που συνδέεται με το λατ. <i>viola</i>. Η λ. και στις δύο γλώσσες αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] μεσογειακής προελεύσεως.<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιόεις]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιονίδιο]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιοβαφής]], [[ιοειδής]] (Ι), [[ιοστέφανος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ιοβάπτης]], [[ιοβλέφαρος]], [[ιοβόστρυχος]], [[ιόγληνος]], [[ιοδερκής]], [[ιόδετος]], [[ιοδνεφής]], [[ιόζωνος]], [[ιοθαλής]], [[ιόκολπος]], [[ιοπάρειος]], [[ιόπεπλος]], [[ιοσάκχαρ]], [[ιόστεπτος]]<br /> <b>μσν.</b><br /> [[ιοβάφινος]], [[ιοζούλαπον]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιοστεφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴον)
ο μενεξές, η βιολέτα («λειμῶνες μαλακοὶ ἴου», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. το κρίνο
2. κάθε άνθος
3. διακοσμητικός λίθος με σκοτεινό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τόσο η γλώσσα του Ησυχίου γία
ἄνθη όσο και η μετρική δομή της λ. οδηγούν σε αρχικό τ. Fίον, που συνδέεται με το λατ. viola. Η λ. και στις δύο γλώσσες αποτελεί πιθ. δάνειο μεσογειακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. ιόεις
νεοελλ.
ιονίδιο.
ΣΥΝΘ. ιοβαφής, ιοειδής (Ι), ιοστέφανος
αρχ.
ιοβάπτης, ιοβλέφαρος, ιοβόστρυχος, ιόγληνος, ιοδερκής, ιόδετος, ιοδνεφής, ιόζωνος, ιοθαλής, ιόκολπος, ιοπάρειος, ιόπεπλος, ιοσάκχαρ, ιόστεπτος
μσν.
ιοβάφινος, ιοζούλαπον
νεοελλ.
ιοστεφής].