καισαρικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> καισάρειος.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «καισαρική [[τομή]]» — η [[διάνοιξη]] του πρόσθιου τοιχώματος της μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και του περιτοναίου της εγκύου και η [[εξαγωγή]] του εμβρύου, όταν [[είναι]] αδύνατη ή [[δυσχερής]] η [[εξαγωγή]] από τη φυσιολογική οδό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καισαρικῶς</i> (Μ)<br />με [[διαταγή]] του [[καίσαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καῖσαρ</i>. Ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cesarienne</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caesus</i> «[[τομή]]» <span style="color: red;"><</span> <i>caedere</i> «[[τέμνω]], [[κόβω]]», ενώ έχει συνδεθεί και με το λατ. <i>Caesar</i>, το οποίο, [[κατά]] μία [[εκδοχή]], προήλθε [[επίσης]] από <i>caesus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>caedere</i>, [[επειδή]] ο [[Ιούλιος]] Καίσαρ δεν γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό [[αλλά]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> καισάρειος.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «καισαρική [[τομή]]» — η [[διάνοιξη]] του πρόσθιου τοιχώματος της μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και του περιτοναίου της εγκύου και η [[εξαγωγή]] του εμβρύου, όταν [[είναι]] αδύνατη ή [[δυσχερής]] η [[εξαγωγή]] από τη φυσιολογική οδό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καισαρικῶς</i> (Μ)<br />με [[διαταγή]] του [[καίσαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καῖσαρ</i>. Ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cesarienne</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caesus</i> «[[τομή]]» <span style="color: red;"><</span> <i>caedere</i> «[[τέμνω]], [[κόβω]]», ενώ έχει συνδεθεί και με το λατ. <i>Caesar</i>, το οποίο, [[κατά]] μία [[εκδοχή]], προήλθε [[επίσης]] από <i>caesus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>caedere</i>, [[επειδή]] ο [[Ιούλιος]] Καίσαρ δεν γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό [[αλλά]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. καισάρειος.
2. φρ. ιατρ. «καισαρική τομή» — η διάνοιξη του πρόσθιου τοιχώματος της μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και του περιτοναίου της εγκύου και η εξαγωγή του εμβρύου, όταν είναι αδύνατη ή δυσχερής η εξαγωγή από τη φυσιολογική οδό.
επίρρ...
καισαρικῶς (Μ)
με διαταγή του καίσαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ. Ως ιατρικός όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cesarienne < λατ. caesus «τομή» < caedere «τέμνω, κόβω», ενώ έχει συνδεθεί και με το λατ. Caesar, το οποίο, κατά μία εκδοχή, προήλθε επίσης από caesus < caedere, επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ δεν γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό αλλά με χειρουργική επέμβαση].