φλεγματικός: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flegmatikos
|Transliteration C=flegmatikos
|Beta Code=flegmatiko/s
|Beta Code=flegmatiko/s
|Definition=ή, όν, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> φλέγμα <span class="bibl">11.2</span>) <b class="b2">abounding in phlegm</b>, <b class="b3">ἔδεσμα</b>, of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.2</span> (Comp.).</span>
|Definition=φλεγματική, φλεγματικόν, (φλέγμα 11.2) [[abounding in phlegm]], [[ἔδεσμα]], of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. Alex.Aphr.''Pr.''1.2 (Comp.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''φλεγμᾰτικός:''' [[воспалительный]] ([[πάθος]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''φλεγμᾰτικός''': -ή, -όν, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) [[φλεγματώδης]], [[πάθος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[φλεγματώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] βασικούς, σύμφωνα με τη [[θεωρία]] της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψύχραιμος]], [[απαθής]], [[ασυγκίνητος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰτικός Medium diacritics: φλεγματικός Low diacritics: φλεγματικός Capitals: ΦΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phlegmatikós Transliteration B: phlegmatikos Transliteration C: flegmatikos Beta Code: flegmatiko/s

English (LSJ)

φλεγματική, φλεγματικόν, (φλέγμα 11.2) abounding in phlegm, ἔδεσμα, of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. Alex.Aphr.Pr.1.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1291] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰτικός: воспалительный (πάθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτικός: -ή, -όν, (φλέγμα ΙΙ. 2) φλεγματώδης, πάθος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλεγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
φλεγματώδης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου
2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος.