κέδμα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέδμα]], τὸ (Α)<br />(αμφβλ. ερμ.) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κέδματα]]<br />α) κιρσοί<br />β) [[κατά]] [[πλάτος]] [[διαστολή]] της κοίλης φλέβας, [[ανεύρυσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με (<i>σ</i>)[[κεδάννυμι]] δεν φαίνεται πιθανή, [[γιατί]] δεν συμφωνεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το [[κήδω]] με τη σημ. «[[ταράσσω]], [[ενοχλώ]]»].
|mltxt=[[κέδμα]], τὸ (Α)<br />(αμφβλ. ερμ.) <b>στον πληθ.</b> τὰ [[κέδματα]]<br />α) κιρσοί<br />β) [[κατά]] [[πλάτος]] [[διαστολή]] της κοίλης φλέβας, [[ανεύρυσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με (<i>σ</i>)[[κεδάννυμι]] δεν φαίνεται πιθανή, [[γιατί]] δεν συμφωνεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το [[κήδω]] με τη σημ. «[[ταράσσω]], [[ενοχλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

κέδμα, τὸ (Α)
(αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα
α) κιρσοί
β) κατά πλάτος διαστολή της κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το κήδω με τη σημ. «ταράσσω, ενοχλώ»].