κεδρέλαιο: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κεδρέλαιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με [[απόσταξη]] από το [[πριονίδι]], το [[ροκανίδι]] ή το λειοτριβημένο [[ξύλο]] ορισμένων ειδών γιουνίπερου<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάδι]] που εξαγόταν, [[κατά]] τον Αέτιο, από τη [[ρητίνη]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-<i>έλαιον</i>, <i>καπν</i>-<i>έλαιον</i>)].
|mltxt=το (Α [[κεδρέλαιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με [[απόσταξη]] από το [[πριονίδι]], το [[ροκανίδι]] ή το λειοτριβημένο [[ξύλο]] ορισμένων ειδών γιουνίπερου<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάδι]] που εξαγόταν, [[κατά]] τον Αέτιο, από τη [[ρητίνη]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαιον]] ([[πρβλ]]. [[δαφνέλαιον]], [[καπνέλαιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α κεδρέλαιον)
νεοελλ.
ονομασία αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη από το πριονίδι, το ροκανίδι ή το λειοτριβημένο ξύλο ορισμένων ειδών γιουνίπερου
αρχ.
λάδι που εξαγόταν, κατά τον Αέτιο, από τη ρητίνη του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἔλαιον (πρβλ. δαφνέλαιον, καπνέλαιον)].