κλεπτομανία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> [[συμπεριφορά]] που χαρακτηρίζεται από την [[εκτέλεση]] κλοπών κατ' [[επανάληψη]] συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική [[τάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> [[συμπεριφορά]] που χαρακτηρίζεται από την [[εκτέλεση]] κλοπών κατ' [[επανάληψη]] συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική [[τάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cleptomanie</i> <span style="color: red;"><</span> <i>clepto</i>- ([[πρβλ]]. [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>manie</i> ([[πρβλ]]. -[[μανία]] <span style="color: red;"><</span> [[μανία]] <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
(ψυχιατρ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την εκτέλεση κλοπών κατ' επανάληψη συνοδευόμενων από αγχώδη εσωτερική τάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomanie < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -manie (πρβλ. -μανία < μανία < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα].