φύζα: Difference between revisions
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyza | |Transliteration C=fyza | ||
|Beta Code=fu/za | |Beta Code=fu/za | ||
|Definition=(not φῦζα, Hdn.Gr. | |Definition=(not φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as <b class="b3">ἡ μετὰ δειλίας φυγή</b> by Aristarch. ap. Apollon.''Lex.''[[sub verbo|s.v.]] [[φόβος]]:—[[headlong flight]], [[rout]], φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2, cf. 14.140; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381; ἐν δὲ Ζεὺς.. φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1312.png Seite 1312]] ἡ, poet., verwandt [[φυγή]], [[φεύγω]], fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »[[Schrecken]]«, [[ἔκπληξις]], Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »[[feige Flucht]]«, ἡ μετὰ δέους [[φυγή]], ἡ μετὰ δειλίας [[φυγή]]; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[fuite]].<br />'''Étymologie:''' p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. [[φεύγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύζα:''' ἡ эп. Hom. = [[φυγή]] 1. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φύζα''': (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου [[φυγή]], [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[root]] φυγ, [[φυγή]]): [[panic]] ([[flight]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και φῡζα, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φυγή]] λόγω φόβου, [[φευγιό]] («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φύζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φυγ</i>-<i>yα</i>) έχει σχηματιστεί από το [[ριζικό]] όν. <i>φύξ</i>, [[φυγός]] με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μᾰζα</i>: θ. <i>μαγ</i>- του [[μάσσω]], [[ὄσσα]]: θ. <i>οπ</i>- της λ. <i>ὄψ</i> [Ι] «[[φωνή]]»)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φύζα:''' ἡ, ορμητική [[δραπέτευση]], [[σύσταση]] συμμορίας, σε Όμηρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φύζα]], ἡ,<br />[[headlong]] [[flight]], [[rout]], Hom. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
(not φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as ἡ μετὰ δειλίας φυγή by Aristarch. ap. Apollon.Lex.s.v. φόβος:—headlong flight, rout, φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2, cf. 14.140; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381; ἐν δὲ Ζεὺς.. φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, poet., verwandt φυγή, φεύγω, fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »Schrecken«, ἔκπληξις, Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »feige Flucht«, ἡ μετὰ δέους φυγή, ἡ μετὰ δειλίας φυγή; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fuite.
Étymologie: p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
φύζα: ἡ эп. Hom. = φυγή 1.
Greek (Liddell-Scott)
φύζα: (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου φυγή, φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438.
English (Autenrieth)
(root φυγ, φυγή): panic (flight).
Greek Monolingual
και φῡζα, ἡ, Α
(επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< φυγ-yα) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ, φυγός με επίθημα -ya (πρβλ. μᾰζα: θ. μαγ- του μάσσω, ὄσσα: θ. οπ- της λ. ὄψ [Ι] «φωνή»)].
Greek Monotonic
φύζα: ἡ, ορμητική δραπέτευση, σύσταση συμμορίας, σε Όμηρ.