ὄσσα

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσσᾰ Medium diacritics: ὄσσα Low diacritics: όσσα Capitals: ΟΣΣΑ
Transliteration A: óssa Transliteration B: ossa Transliteration C: ossa Beta Code: o)/ssa

English (LSJ)

Att. ὄττα, ἡ,
A a rumour, which, from its origin being unknown, was held divine, ὄ. ἐκ Διός Od.1.282, 2.216; personified as messenger of Zeus, Il.2.93, Od.24.413.
2 generally, voice, of the Muses, Hes.Th.10,43,65; of a bull, ib.832.
3 more generally, sound, of the lyre, h.Merc.443; din of battle, Hes.Th.701.
4 ominous voice or sound, prophecy, warning, Pi.O.6.62; ὄρνιθος ὄ. A.R.1.1087.—Rare in Prose, κακὴν ὄτταν Pl.Lg.800c; ὄτταν ἀγαθήν Ael.NA12.1; δι' ὀνειράτων καὶ συμβόλων καὶ δι' ὄττης Porph.Abst.2.53. (Hence ὀττεύομαι: ὄσσα prob. fr. woqu̯-ya, cf. (ϝ) έπος.)

German (Pape)

[Seite 398] ἡ (mit ὄψ verwandt), att. ὄττα, ein von den Göttern veranlaßtes Gerücht, Gerede, θεία κλῃδών, Schol. Il. 2, 93, das sich unter den Menschen verbreitet, ohne daß man recht weiß, woher es kommt, das eben, weil man seinen Ursprung nicht angeben kann, und weil es sich oft unerklärlich schnell verbreitet, als etwas Göttliches erscheint, ὄσσα ἐκ Διός, Od. 1, 282. 2, 218; auch personificirt, als Botinn des Zeus, Il. 2, 93 Od. 24, 413. – Übh. die Sti mme, περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι, Hes. Th. 10. 43, von den Musen, aber auch vom Gebrüll des Stiers, 832. – Der Klang der Cither, H. h. Merc. 443; das Getöse beim Kampfe, Hes. Th. 701. – Wahrsagende Stimme, übh. ein vorbedeutender Schall, Laut, ἀρτιεπ ὴς πατρία ὄσσα, von Apollo's weissagender Stimme, Pind. Ol. 6, 62; von der Stimme eines vorbedeutenden Vogels, Ap. Rh. 1, 1087. 1095; so erkl. Tim. lex. Plat. ὄττα, φήμη, μαντεία καὶ διὰ κλῃδόνος, u. Plat. Legg. VII, 800 c sagt κακὴν ὄτταν, ein böses Omen; einzeln auch in späterer Prosa, καὶ τὴν τούτων δαῖτα πιστεύουσιν εἶναί σφισιν ὄτταν ἀγαθήν, Ael. H. A. 12, 1, vgl. 16, 18. – Vgl. ὀττεύομαι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. ὄττα;
voix des dieux ou des muses ; voix prophétique, oracle ; présage ; en gén. rumeur publique, renommée.
Étymologie: p. *ὀκjα ou *Ϝόκjα de la R. Ϝοκ, parler ; cf. Ϝεπἔπος, lat. voco, vox.

Russian (Dvoretsky)

ὄσσᾰ: атт. ὄττᾰ
1 (вещий) голос, (пророческое) слово (ὄ. Διὸς ἄγγελος, ὄ. ἐκ Διός Hom.);
2 знамение, предзнаменование (κακὴ ὄττα καὶ μαντεία Plat.);
3 слух, молва (ὄ. ἄγγελος κατὰ πτόλιν ᾤχετο Hom.);
4 звук(и) (sc. τῆς λύρας HH);
5 рев, мычание (sc. βοός Hes.);
6 шум, грохот (sc. τῆς μάχης Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄσσᾰ: Ἀττ. ὄττα, ἡ, φήμη, Λατ. fama, ἥτις διὰ τὸ ἄγνωστον τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἐθεωρεῖτο θεία, ὄσσαν ἐκ Διός, «τὴν ἐκ θεῶν κληδόνα» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 282, Β. 216, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 998· προσωποπ. ὡς ἄγγελος τοῦ Διός, Ἰλ. Β. 93, Ὀδ. Ω. 413, πρβλ. Οὐεργ. Αἰν. 4. 174 κέξ. 2). καθόλου, φωνή, ἐπὶ τῶν Μουσῶν, περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι Ἡσ. Θ. 10· αἱ δ’ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι 43· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, ἐρατὴν δὲ διὰ στόματ’ ὄσσαν ἱεῖσαι 65· - ἐπὶ ταύρου, αὐτόθι 832. 3) ἔτι γενικότερον, ἦχος, οἷον τῆς κιθάρας, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443· ἡ κλαγγὴ ἢ βοὴ τῆς μάχης, Ἡσ. Θ. 701. 4) προφητικὴ φωνή, προφητεία, προμήνυσις παρὰ θεοῦ, οἰωνοῦ (πτηνοῦ), κτλ., πᾶς μυστηριώδης ἢ προφητικὸς ἦχος, ὡς τὰ Ὁμηρικὰ ὀμφή, φήμη, κλεηδών, πρῶτον παρὰ Πινδ. Ο. 6. 106, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1087. - Σπανιώτατον ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, κακὴν ὄτταν Πλάτ. Νόμ. 800C· ὄτταν ἀγαθὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 1· δι’ ὀνειράτων καὶ συμβόλων καὶ δι’ ὄττης Πορφ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 53. (Ἐντεῦθεν ὀττεύομαι· ὁ Κούρτ. νομίζει ὅτι ἢ λέξ. ὄσσα ἐγένετο ἐξ ἀρχικοῦ τινος τύπου ὄκyα (ἢ ϝόκyα) = Σανσκρ. vâkyam (vox), ἴδε ἐν λ. ἔπω Α.)

English (Autenrieth)

(root ϝεπ, cf. vox): rumor.— Personified, Ὄσσα, daughter of Zeus, Il. 2.93, Od. 24.413.

English (Slater)

ὄσσα prophetic voice ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα (O. 6.62)

Greek Monotonic

ὄσσᾰ: Αττ. ὄττα, ἡ,
I. 1. φήμη, διάδοση, Λατ. fama, η οποία, καθώς η πηγή της ήταν άγνωστη, θεωρούνταν θεϊκή, λόγος που ήρθε από τα πέρατα, ὄσσα ἐκ Διός, σε Ομήρ. Οδ.· προσωποποιημένη ως αγγελιοφόρος του Δία, σε Όμηρ.
2. γενικά, φωνή, σε Ησίοδ.
3. γενικότερα, ήχος, λέγεται για άρπα, σε Ομηρ. Ύμν.· κρότος μάχης, σε Ησίοδ.
4. προφητική φωνή, προφητεία, προειδοποίηση, σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (prognostic) voice, rumour (Β 93).
Other forms: Att. ὄττα.
Derivatives: ὀττεύομαι to interpret, to wait for omens, to predict (Ar., Plb., D. H., Plu.) with ὀττεία f. prediction (D.H.); prob. after μαντεύομαι.
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯ekʷ- voice, speak
Etymology: Formation like γλῶσσα (: γλῶχ-ες) a.o., with ια-suffix from ὄπ- voice in ὄπ-α etc. (s. 1. *ὄψ), personified as superhuman (godlike) being; s. Schwyzer 474, Schulze Kl. Schr. 210, Specht Ursprung 329, Porzig Satzinhalte 349, Chantraine Fondation Hardt. Entretiens I (1952) p. 59.

Middle Liddell

ὄσσα, Att. ὄττα, ἡ,
1. a rumour, Lat. fama, which, from its origin being unknown, was held divine, a word voiced abroad, ὄσσα ἐκ Διός Od.; personified as messenger of Zeus, Hom.
2. generally, a voice, Hes.
3. still more generally, a sound, of the harp, Hhymn.; the din of battle, Hes.
4. an ominous voice, prophecy, warning, Pind.

Frisk Etymology German

ὄσσα: {óssa}
Forms: att. ὄττα
Grammar: f.
Meaning: ‘(vorbedeutende) Stimme, Gerücht’ (vorw. ep. poet. seit Β 93).
Derivative: Davon ὀττεύομαι ‘Vorzeichen abwarten, deu- ten, weissagen’ (Ar., Plb., D. H., Plu. u.a.) mit ὀττεία f. Weissagung (D.H.); wohl nach μαντεύομαι.
Etymology : Bildung wie γλῶσσα (: γλῶχες) u.a., mit ια-Suffix zu ὄπ- Stimme in ὄπα usw. (s. 1. *ὄψ), zunächst personifiziert als übermenschliches (göttliches) Wesen; s. Schwyzer 474, Schulze Kl. Schr. 210, Specht Ursprung 329, Porzig Satzinhalte 349, Chantraine Fondation Hardt. Entretiens I (1952) S. 59.
Page 2,435-436