ματιολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(24)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=matioloichos
|Transliteration C=matioloichos
|Beta Code=matioloixo/s
|Beta Code=matioloixo/s
|Definition=ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.231</span>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>451</span>, expld. as <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κρουσιμέτρης]], from μάτιον, τό, <b class="b2">trifle, scrap</b>, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· <b class="b3">ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος</b>, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. [[ματτύη]].</span>
|Definition=ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.''Nu.''451, expld. as = [[κρουσιμέτρης]], from [[μάτιον]], τό, [[trifle]], [[scrap]], by Sch.ad loc.: [[ματαιολοιχός]]· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ [[λίχνος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—Bentley cj. [[ματτυολοιχός]] (in both places), v. [[ματτύη]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ματτυολοιχός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱτιολοιχός:''' Arph. [[varia lectio|v.l.]] = [[ματτυολοιχός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾱτιολοιχός''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[ματτύη]].
|lstext='''μᾱτιολοιχός''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[ματτύη]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματιολοιχός]], ὁ (Α)<br />ο [[κρουσιμέτρης]], αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]]].
|mltxt=[[ματιολοιχός]], ὁ (Α)<br />ο [[κρουσιμέτρης]], αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾱτιολοιχός:''' ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα [[γεύμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. [[λέξη]], που θεωρείται ότι προέρχεται από το [[μάτιον]], [[μερίδα]] φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] [[ματτυόλοιχος]], a licker up of dainties.)
}}
}}

Latest revision as of 20:29, 20 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱτιολοιχός Medium diacritics: ματιολοιχός Low diacritics: ματιολοιχός Capitals: ΜΑΤΙΟΛΟΙΧΟΣ
Transliteration A: matioloichós Transliteration B: matioloichos Transliteration C: matioloichos Beta Code: matioloixo/s

English (LSJ)

ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.Nu.451, expld. as = κρουσιμέτρης, from μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui dévore des petits riens LSJ (cf. ματαιολοιχός, ματτυολοιχός).
Étymologie: μάτιον, λείχω.

German (Pape)

s. ματτυολοιχός.

Russian (Dvoretsky)

μᾱτιολοιχός: Arph. v.l. = ματτυολοιχός.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱτιολοιχός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ματτύη.

Greek Monolingual

ματιολοιχός, ὁ (Α)
ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός].

Greek Monotonic

μᾱτιολοιχός: ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα γεύμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. λέξη, που θεωρείται ότι προέρχεται από το μάτιον, μερίδα φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).

Middle Liddell

μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,
a devourer of meal, Ar. (A dubious word, said to be derived from μάτιον a measure of meal. Others read ματτυόλοιχος, a licker up of dainties.)