λεπίδι: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(23) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και λεπίδιο, το (Α [[λεπίδιον]] και λεπίδιν και [[λεπίδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλασμα]] κοφτερού οργάνου, [[λεπίδα]]<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]]<br /><b>3.</b> (στον β' τύπο) <i>το λεπίδιο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας σταυρανθή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «έπεσε [[λεπίδι]]» <br />α) έγινε [[μεγάλη]] και ομαδική [[σφαγή]]<br />β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πλάκα]] που χρησίμευε για [[έμφραξη]] [[σωλήνα]], [[πώμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού της Συρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπίδ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[λεπίς]], - | |mltxt=και λεπίδιο, το (Α [[λεπίδιον]] και λεπίδιν και [[λεπίδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλασμα]] κοφτερού οργάνου, [[λεπίδα]]<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]]<br /><b>3.</b> (στον β' τύπο) <i>το λεπίδιο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας σταυρανθή<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «έπεσε [[λεπίδι]]» <br />α) έγινε [[μεγάλη]] και ομαδική [[σφαγή]]<br />β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πλάκα]] που χρησίμευε για [[έμφραξη]] [[σωλήνα]], [[πώμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού της Συρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπίδ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[λεπίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>ιον</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
Greek Monolingual
και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι)
νεοελλ.
1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα
2. μαχαίρι
3. (στον β' τύπο) το λεπίδιο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή
4. φρ. «έπεσε λεπίδι»
α) έγινε μεγάλη και ομαδική σφαγή
β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές
αρχ.
1. μικρή πλάκα που χρησίμευε για έμφραξη σωλήνα, πώμα
2. είδος φυτού της Συρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίδ-ιον < λεπίς, -ίδος + -ιον].