μάκρων: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makron
|Transliteration C=makron
|Beta Code=ma/krwn
|Beta Code=ma/krwn
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">longhead</b>: <b class="b3">Μάκρωνες, οἱ</b>, a people of Pontus, <span class="bibl">Hdt.2.104</span>, etc.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, [[longhead]]: [[Μάκρωνες]], οἱ, a people of Pontus, [[Herodotus|Hdt.]]2.104, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0086.png Seite 86]] ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0086.png Seite 86]] ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />à longue tête ; οἱ Μάκρωνες, les hommes à longue tête, <i>peuple du Pont</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάκρων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, [[μακροκέφαλος]], Μάκρωνες, οἱ, [[λαός]] τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. [[μακροκέφαλος]].
|lstext='''μάκρων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, [[μακροκέφαλος]], Μάκρωνες, οἱ, [[λαός]] τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. [[μακροκέφαλος]].
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />à longue tête ; [[οἱ]] Μάκρωνες, les hommes à longue tête, <i>peuple du Pont</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάκρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το [[υπόλοιπο]] [[σώμα]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Μάκρωνες</i><br />[[αρχαίος]] [[βαρβαρικός]] [[λαός]] που κατοικούσε [[κοντά]] στον Εύξεινο Πόντο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μακρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>].
|mltxt=[[μάκρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το [[υπόλοιπο]] [[σώμα]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Μάκρωνες</i><br />[[αρχαίος]] [[βαρβαρικός]] [[λαός]] που κατοικούσε [[κοντά]] στον Εύξεινο Πόντο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μακρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάκρων:''' -ωνος, ὁ ([[μακρός]]), αυτός που έχει μακρό, μεγάλο [[κεφάλι]]· <i>Μάκρωνες</i>, <i>οἱ</i>, [[λαός]] του Πόντου, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάκρων]], ωνος, ὁ, [[μακρός]]<br />a longhead; Μάκρωνες, οἱ, a [[people]] of [[Pontus]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκρων Medium diacritics: μάκρων Low diacritics: μάκρων Capitals: ΜΑΚΡΩΝ
Transliteration A: mákrōn Transliteration B: makrōn Transliteration C: makron Beta Code: ma/krwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, longhead: Μάκρωνες, οἱ, a people of Pontus, Hdt.2.104, etc.

German (Pape)

[Seite 86] ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
à longue tête ; οἱ Μάκρωνες, les hommes à longue tête, peuple du Pont.
Étymologie: μακρός.

Greek (Liddell-Scott)

μάκρων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, μακροκέφαλος, Μάκρωνες, οἱ, λαός τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. μακροκέφαλος.

Greek Monolingual

μάκρων, -ωνος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα κεφάλι
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μάκρωνες
αρχαίος βαρβαρικός λαός που κατοικούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επίθημα -ων].

Greek Monotonic

μάκρων: -ωνος, ὁ (μακρός), αυτός που έχει μακρό, μεγάλο κεφάλι· Μάκρωνες, οἱ, λαός του Πόντου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μάκρων, ωνος, ὁ, μακρός
a longhead; Μάκρωνες, οἱ, a people of Pontus, Hdt.