μαστιχέλαιον: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
m (pape replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mastichelaion | |Transliteration C=mastichelaion | ||
|Beta Code=mastixe/laion | |Beta Code=mastixe/laion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[mastich-oil]], Dsc.1.42 (in lemmate). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστῐχέλαιον''': τό, μαστίχης [[ἔλαιον]], Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, [[διότι]] ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον | |lstext='''μαστῐχέλαιον''': τό, μαστίχης [[ἔλαιον]], Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, [[διότι]] ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον ([[ἔλαιον]])). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]]. | |mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Mastixöl]]</i>, Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).
Greek (Liddell-Scott)
μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον (ἔλαιον)).
Greek Monolingual
μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.
German (Pape)
τό, Mastixöl, Diosc.