μαυράδι: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(24)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[μαυράδι]])<br />μικρό μαύρο [[σημάδι]] ή μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μαυράδι]] του ματιού» — η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>μσν.</b><br />καμένο [[μέρος]] («λοιπὸν [[πηγαίνω]] στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ [[μαυράδι]]», Γαδ. διηγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοκκιν</i>-<i>άδι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[μαυράδι]])<br />μικρό μαύρο [[σημάδι]] ή μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μαυράδι]] του ματιού» — η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>μσν.</b><br />καμένο [[μέρος]] («λοιπὸν [[πηγαίνω]] στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ [[μαυράδι]]», Γαδ. διηγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. [[κοκκινάδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

το (Μ μαυράδι)
μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
φρ. «το μαυράδι του ματιού» — η κόρη του ματιού
μσν.
καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -άδι (πρβλ. κοκκινάδι)].