ματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=matizo
|Transliteration C=matizo
|Beta Code=matizw
|Beta Code=matizw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ματεύω]], in aor. inf. <b class="b3">ματίσαι</b>, Hsch. (leg. <b class="b3">ματῆσαι</b>).</span>
|Definition== [[ματεύω]], in aor. inf. [[ματίσαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (leg. [[ματῆσαι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
{{pape
|ptext== [[ματεύω]], Hesych., [[dubia lectio|l.d.]]
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτιζω Medium diacritics: ματίζω Low diacritics: ματίζω Capitals: ΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: matízō Transliteration B: matizō Transliteration C: matizo Beta Code: matizw

English (LSJ)

= ματεύω, in aor. inf. ματίσαι, Hsch. (leg. ματῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτίζω: ματεύω, Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ματῆσαι, ἐκ τοῦ ματέω).

Greek Monolingual

ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. του ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].

German (Pape)

ματεύω, Hesych., l.d.