χηλαργός: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chilargos | |Transliteration C=chilargos | ||
|Beta Code=xhlargo/s | |Beta Code=xhlargo/s | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[χαλαργός]], όν, ([[χηλή]]) [[with fleet hoofs]], <b class="b3">χ. ἅμιλλαι</b> the racing [[of fleet horses]], S.''El.''861 (lyr.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1352.png Seite 1352]] dor. [[χαλαργός]], hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, και [[χήλαργος]], -ον, και δωρ. τ. [[χαλαργός]] -όν και χάλαργος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, [[γοργοπόδαρος]] («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις [[οὕτως]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλαργούς<br />τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, [[οἷον]] ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[οπλή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] (Ι) «[[ταχύς]], [[λευκός]], [[στιλπνός]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χηλαργός:''' Δωρ. χᾱλ-, -όν ([[χηλή]]), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, <i>χηλαργοὶ ἅμιλλαι</i>, [[αγώνας]] γρήγορων αλόγων, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. χαλαργός, όν, (χηλή) with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.
Greek Monolingual
-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].
Greek Monotonic
χηλαργός: Δωρ. χᾱλ-, -όν (χηλή), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, χηλαργοὶ ἅμιλλαι, αγώνας γρήγορων αλόγων, σε Σοφ.