χίασμα: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chiasma
|Transliteration C=chiasma
|Beta Code=xi/asma
|Beta Code=xi/asma
|Definition=[ῑ], ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cross-piece of wood</b>, <span class="bibl">Bito 54.3</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cross-bandage</b>, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>22</span> (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.</span>
|Definition=[ῑ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[cross-piece of wood]], Bito 54.3 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[cross-bandage]], Sor.''Fasc.''22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1355.png Seite 1355]] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.
}}
{{ls
|lstext='''χίασμα''': [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[χίεσμα]] Α [[[χιάζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χιάζω]]<br /><b>2.</b> [[υποστήριγμα]] που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε [[σχήμα]] Χ<br /><b>3.</b> (γενικά) [[διασταύρωση]] δύο πραγμάτων σε [[σχήμα]] Χ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] Χ, με το οποίο επισημαίνεται ένα νόθο ή αμφίβολο [[χωρίο]] σε [[έγγραφο]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[σημείο]] διασταύρωσης δύο δομών («τενόντιο [[χίασμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> ορατή στο [[μικροσκόπιο]] [[δομή]] σχήματος Χ, που σχηματίζεται από ομόλογες χρωματίδες [[κατά]] τη μειωτική [[διαίρεση]] του κυττάρου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οπτικό [[χίασμα]]» <br />α) <b>ανατ.</b> η [[διασταύρωση]] τών ινών τών οπτικών ταινιών σε [[σχήμα]] Χ, στο κεντρικό [[τμήμα]] του μέσου κρανιακού βόθρου, [[προτού]] σχηματίσουν τα οπτικά [[νεύρα]]<br />β) «[[σύνδρομο]] του οπτικού χιάσματος»<br /><b>ιατρ.</b> αμφικροταφική [[ημιανοψία]], [[πτώση]] της οπτικής οξύτητας και αμφοτερόπλευρη [[ατροφία]] του οπτικού νεύρου, αλλ. χιασματικο [[σύνδρομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σταυροειδής]] [[επίδεσμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χίασμα Medium diacritics: χίασμα Low diacritics: χίασμα Capitals: ΧΙΑΣΜΑ
Transliteration A: chíasma Transliteration B: chiasma Transliteration C: chiasma Beta Code: xi/asma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό,
A cross-piece of wood, Bito 54.3 (pl.).
2 cross-bandage, Sor.Fasc.22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.

German (Pape)

[Seite 1355] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

χίασμα: [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιάζω
2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ
3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. το σημείο Χ, με το οποίο επισημαίνεται ένα νόθο ή αμφίβολο χωρίο σε έγγραφο
2. ανατ. το σημείο διασταύρωσης δύο δομών («τενόντιο χίασμα»)
3. βιολ. ορατή στο μικροσκόπιο δομή σχήματος Χ, που σχηματίζεται από ομόλογες χρωματίδες κατά τη μειωτική διαίρεση του κυττάρου
4. φρ. «οπτικό χίασμα»
α) ανατ. η διασταύρωση τών ινών τών οπτικών ταινιών σε σχήμα Χ, στο κεντρικό τμήμα του μέσου κρανιακού βόθρου, προτού σχηματίσουν τα οπτικά νεύρα
β) «σύνδρομο του οπτικού χιάσματος»
ιατρ. αμφικροταφική ημιανοψία, πτώση της οπτικής οξύτητας και αμφοτερόπλευρη ατροφία του οπτικού νεύρου, αλλ. χιασματικο σύνδρομο
αρχ.
σταυροειδής επίδεσμος.