χιονόχροος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chionochroos
|Transliteration C=chionochroos
|Beta Code=xiono/xroos
|Beta Code=xiono/xroos
|Definition=ον, heterocl. acc. pl. <b class="b3">-χροας</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">snow-white</b>, μᾶζαι <span class="bibl">Philox.2.6</span>.</span>
|Definition=χιονόχροον, heterocl. acc. pl. -χροας, [[snow-white]], μᾶζαι Philox.2.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1357.png Seite 1357]] zsgzgn χιονόχρους, ουν, schneefarbig, schneeweiß, χιονοχρόας μάζας Philoxen. bei Ath. IV, 147 a.
}}
{{ls
|lstext='''χιονόχροος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χιόνος, λευκὸς ὡς ἡ [[χιών]], μετὰ ἑτεροκλ. αἰτ. πληθ., παρέφερον [πάρφερον] ἐν κανέοισι μάζας χιονόχροας Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α. - χυνῃρ. χιονόχρους, ουν, Κ. Μανασσ. Χρον. 77. 1158, 4863.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. [[χιονόχρους]], -ουν, Μ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χιονιού, [[χιονόλευκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χροος</i> / -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ῥοδό</i>-<i>χροος</i> / -<i>χρους</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόχροος Medium diacritics: χιονόχροος Low diacritics: χιονόχροος Capitals: ΧΙΟΝΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: chionóchroos Transliteration B: chionochroos Transliteration C: chionochroos Beta Code: xiono/xroos

English (LSJ)

χιονόχροον, heterocl. acc. pl. -χροας, snow-white, μᾶζαι Philox.2.6.

German (Pape)

[Seite 1357] zsgzgn χιονόχρους, ουν, schneefarbig, schneeweiß, χιονοχρόας μάζας Philoxen. bei Ath. IV, 147 a.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόχροος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα χιόνος, λευκὸς ὡς ἡ χιών, μετὰ ἑτεροκλ. αἰτ. πληθ., παρέφερον [πάρφερον] ἐν κανέοισι μάζας χιονόχροας Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α. - χυνῃρ. χιονόχρους, ουν, Κ. Μανασσ. Χρον. 77. 1158, 4863.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, -ουν, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού, χιονόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χροος / -χρους (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό-χροος / -χρους].