χοιρογρύλλιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choirogryllios
|Transliteration C=choirogryllios
|Beta Code=xoirogru/llios
|Beta Code=xoirogru/llios
|Definition=ὁ, = Heb. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shâphân, Hyrax syriacus, coney</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>11.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">De.</span>14.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ps.</span> 103(104).18</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>24.61</span> (<span class="bibl">30.26</span>); also χοιρό-γρυλλος, <span class="title">PMag.Leid.V.</span>12.28, <span class="title">Gloss.</span>; wrongly expld. by Hsch. (who makes it neut.) and Suid. as <b class="b3">ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος χερσαῖος</b>.</span>
|Definition=ὁ, = Heb. shâphân, [[Hyrax syriacus]], [[coney]], [[LXX]] ''Le.''11.6, ''De.''14.7, ''Ps.'' 103(104).18, ''Pr.''24.61 (30.26); also [[χοιρόγρυλλος]], ''PMag.Leid.V.''12.28, ''Glossaria''; wrongly expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (who makes it neut.) and Suid. as [[ἀκανθόχοιρος]], [[ὕστριξ]], [[ἐχῖνος]] [[χερσαῖος]].
}}
{{ls
|lstext='''χοιρογρύλλιος''': ὁ, ἑμηνεύεται παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ([[ὅστις]] ποιεῖ αὐτὸ οὐδέτερ.) διὰ τοῦ [[ἀκανθόχοιρος]], [[ὕστριξ]], [[ἐχῖνος]], [[χερσαῖος]]· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευ. ΙΑ΄, 6, Δευτ. ΙΔ΄, 7, Ψαλμ. ΡΔ΄, 18) κεῖται εἰς μετάφρ. τοῦ Ἑβρ. shâphân, δηλ. hyrax Syriacus, μικρὸν [[ζῷον]] ὅμοιον πρὸς τὸν μυωξὸν ἢ ἀρουραῖον μῦν· δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] ὁ [[κόνικλος]], [[διότι]] [[οὗτος]] δὲν εὑρίσκεται ἐν Παλαιστίνῃ· πρβλ. [[ἀρκτόμυς]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και [[χοιρόγρυλλος]], ὁ, και [[χοιρογρύλλιον]], τὸ, Α<br />μικρό ζώο που μοιάζει με τον [[μυωξό]] και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκαντζόχοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> [[γρύλλος]] (Ι) «[[χοίρος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρογρύλλιος Medium diacritics: χοιρογρύλλιος Low diacritics: χοιρογρύλλιος Capitals: ΧΟΙΡΟΓΡΥΛΛΙΟΣ
Transliteration A: choirogrýllios Transliteration B: choirogryllios Transliteration C: choirogryllios Beta Code: xoirogru/llios

English (LSJ)

ὁ, = Heb. shâphân, Hyrax syriacus, coney, LXX Le.11.6, De.14.7, Ps. 103(104).18, Pr.24.61 (30.26); also χοιρόγρυλλος, PMag.Leid.V.12.28, Glossaria; wrongly expld. by Hsch. (who makes it neut.) and Suid. as ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος χερσαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρογρύλλιος: ὁ, ἑμηνεύεται παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. (ὅστις ποιεῖ αὐτὸ οὐδέτερ.) διὰ τοῦ ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος, χερσαῖος· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευ. ΙΑ΄, 6, Δευτ. ΙΔ΄, 7, Ψαλμ. ΡΔ΄, 18) κεῖται εἰς μετάφρ. τοῦ Ἑβρ. shâphân, δηλ. hyrax Syriacus, μικρὸν ζῷον ὅμοιον πρὸς τὸν μυωξὸν ἢ ἀρουραῖον μῦν· δὲν δύναται νὰ εἶναικόνικλος, διότι οὗτος δὲν εὑρίσκεται ἐν Παλαιστίνῃ· πρβλ. ἀρκτόμυς.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α
μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν», ΠΔ)
αρχ.
σκαντζόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + γρύλλος (Ι) «χοίρος»].