μυότρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μυότρωτος
|Medium diacritics=μυότρωτος
|Low diacritics=μυότρωτος
|Capitals=ΜΥΟΤΡΩΤΟΣ
|Transliteration A=myótrōtos
|Transliteration B=myotrōtos
|Transliteration C=myotrotos
|Beta Code=muo/trwtos
|Definition=ον, ([[μῦς]] IV) [[hurt in the muscles]], Dsc. 1.58.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυότρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]]) «[[πληγώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>τρωτος</i>].
|mltxt=[[μυότρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]]) «[[πληγώνω]]»), [[πρβλ]]. [[δουρίτρωτος]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>an den [[Muskeln]] [[verwundet]], [[verletzt]]</i>, Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυότρωτος Medium diacritics: μυότρωτος Low diacritics: μυότρωτος Capitals: ΜΥΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: myótrōtos Transliteration B: myotrōtos Transliteration C: myotrotos Beta Code: muo/trwtos

English (LSJ)

ον, (μῦς IV) hurt in the muscles, Dsc. 1.58.

Greek (Liddell-Scott)

μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.

Greek Monolingual

μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρίτρωτος].

German (Pape)

an den Muskeln verwundet, verletzt, Diosc.