νεωλκώ: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(27)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α νεωλκῶ, -έω) [[νεωλκός]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], [[έλκω]] [[πλοίο]] στο [[νεώλκιο]] («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ανθρώπινο [[σώμα]]) [[ανεβάζω]] («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).
|mltxt=(Α νεωλκῶ, -έω) [[νεωλκός]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], [[έλκω]] [[πλοίο]] στο [[νεώλκιο]] («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ανθρώπινο [[σώμα]]) [[ανεβάζω]] («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(Α νεωλκῶ, -έω) νεωλκός
1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.)
2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).