νήιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
(27)
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νήϊος]], -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῑος, -α, -ον, δωρ. τ. [[νάϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πλοίο]] ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] πλοίου («νήϊα ξύλα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νήϊα</i><br />[[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γάιος]], [[δάιος]]). Ο αττ. τ. [[νεῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεός]] / [[νεώς]].
|mltxt=[[νήϊος]], -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῖος, -α, -ον, δωρ. τ. [[νάϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πλοίο]] ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] πλοίου («νήϊα ξύλα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νήϊα</i><br />[[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γάιος]], [[δάιος]]). Ο αττ. τ. [[νεῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεός]] / [[νεώς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νήιος, η, ον [[ναῦς]]<br />of or for a [[ship]], [[δόρυ]] νήιον or νήιον [[alone]], [[ship]]-[[timber]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

English (Autenrieth)

(νηῦς): for ships; δόρυ νήιον, ship-timber, also without δόρυ, Ν 3, Il. 16.484.

Greek Monolingual

νήϊος, -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῖος, -α, -ον, δωρ. τ. νάϊος, -ΐα, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα
κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. -ιος (πρβλ. γάιος, δάιος). Ο αττ. τ. νεῖος < ναῦς, νεός / νεώς.

Middle Liddell

νήιος, η, ον ναῦς
of or for a ship, δόρυ νήιον or νήιον alone, ship-timber, Hom.