νιφάδα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νιφάς]], -[[άδος]])<br />καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, [[τουλούπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) [[χιόνι]] («ὡς δ' ὅτ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ [[χάλαζα]] ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που πέφτει σαν πυκνή και ραγδαία [[βροχή]], όπως πέτρες, βέλη, λόγοι, πειρασμοί, κίνδυνοι, συμφορές, φροντίδες κ.ά. («πετρῶν νιφάδες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> γεμάτη χιόνια, [[χιονοσκεπής]], χιονισμένη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «νιφὰς πολέμοιο»<br /><b>μτφ.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]] αιφνιδιαστική και ορμητική σαν την [[καταιγίδα]]<br />β) «[[ὀμβρία]] [[νιφάς]]» — ραγδαία [[βροχή]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] σχολ. στον <b>Αριστοφ.</b>) «νιφὰς λέγεται καὶ τὸ μικρότατον, [[ὅπερ]] καὶ [[ψακάς]]»<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νιφάδες εἰσὶν οὑ μόνον σταγόνες καὶ ψεκάδες, [[ἀλλά]] καὶ ἕλκη καὶ τραύματα»<br /><b>7.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «σταγόνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του <i>νείφει</i> «χιονίζει» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=η (ΑΜ [[νιφάς]], -[[άδος]])<br />καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, [[τουλούπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) [[χιόνι]] («ὡς δ' ὅτ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ [[χάλαζα]] ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που πέφτει σαν πυκνή και ραγδαία [[βροχή]], όπως πέτρες, βέλη, λόγοι, πειρασμοί, κίνδυνοι, συμφορές, φροντίδες κ.ά. («πετρῶν νιφάδες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> γεμάτη χιόνια, [[χιονοσκεπής]], χιονισμένη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «νιφὰς πολέμοιο»<br /><b>μτφ.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]] αιφνιδιαστική και ορμητική σαν την [[καταιγίδα]]<br />β) «[[ὀμβρία]] [[νιφάς]]» — ραγδαία [[βροχή]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] σχολ. στον <b>Αριστοφ.</b>) «νιφὰς λέγεται καὶ τὸ μικρότατον, [[ὅπερ]] καὶ [[ψακάς]]»<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νιφάδες εἰσὶν οὑ μόνον σταγόνες καὶ ψεκάδες, [[ἀλλά]] καὶ ἕλκη καὶ τραύματα»<br /><b>7.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «σταγόνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του <i>νείφει</i> «χιονίζει» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[μαινάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

η (ΑΜ νιφάς, -άδος)
καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα
αρχ.
1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ' ὅτ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. καθετί που πέφτει σαν πυκνή και ραγδαία βροχή, όπως πέτρες, βέλη, λόγοι, πειρασμοί, κίνδυνοι, συμφορές, φροντίδες κ.ά. («πετρῶν νιφάδες», Αισχύλ.)
3. ως επίθ. γεμάτη χιόνια, χιονοσκεπής, χιονισμένη
4. φρ. α) «νιφὰς πολέμοιο»
μτφ. έφοδος, επίθεση αιφνιδιαστική και ορμητική σαν την καταιγίδα
β) «ὀμβρία νιφάς» — ραγδαία βροχή
5. (κατά σχολ. στον Αριστοφ.) «νιφὰς λέγεται καὶ τὸ μικρότατον, ὅπερ καὶ ψακάς»
6. (κατά τον Ησύχ.) «νιφάδες εἰσὶν οὑ μόνον σταγόνες καὶ ψεκάδες, ἀλλά καὶ ἕλκη καὶ τραύματα»
7. (κατά το λεξ. Σούδα) «σταγόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -άς (πρβλ. μαινάς)].