οἰκίδιος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(28)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikidios
|Transliteration C=oikidios
|Beta Code=oi)ki/dios
|Beta Code=oi)ki/dios
|Definition=[ῐδ], α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[οἰκεῖος]], <b class="b2">domestic</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.473</span>.</span>
|Definition=[ῐδ], α, ον, = [[οἰκεῖος]], [[domestic]], Opp.''C.''1.473.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οικείος]], [[οικιακός]], [[σπιτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μητρ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=[[οἰκίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οικείος]], [[οικιακός]], [[σπιτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[μητρίδιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκίδιος Medium diacritics: οἰκίδιος Low diacritics: οικίδιος Capitals: ΟΙΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: oikídios Transliteration B: oikidios Transliteration C: oikidios Beta Code: oi)ki/dios

English (LSJ)

[ῐδ], α, ον, = οἰκεῖος, domestic, Opp.C.1.473.

German (Pape)

[Seite 301] = οἰκεῖος, Sp., wie Opp. Cyn. 1, 472.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίδιος: -α, -ον, = οἰκεῖος, Ὀππ. Κ. 1. 473.

Greek Monolingual

οἰκίδιος, -ία, -ον (Α)
1. οικείος, οικιακός, σπιτικός
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μητρίδιος)].