ὁμόκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(28)
(3b)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκαπνος]], ὁ (Α)<br />(δ.γρφ. [[αντί]] [[ομόκαπος]]) αυτός που ζει [[δίπλα]] στην [[ίδια]] [[εστία]], στον ίδιο καπνό, [[σύνοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]].
|mltxt=[[ὁμόκαπνος]], ὁ (Α)<br />(δ.γρφ. [[αντί]] [[ομόκαπος]]) αυτός που ζει [[δίπλα]] στην [[ίδια]] [[εστία]], στον ίδιο καπνό, [[σύνοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόκαπνος:''' вдыхающий тот же дым, т. е. греющийся у того же очага (Arst. - v. l. [[ὁμόκαπος|ὁμόκᾰπος]]).
}}
}}

Latest revision as of 01:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 337] v. l. zum Folgdn, würde heißen »zusammen im Rauch des Heerdes weilend«.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui respire la même fumée, càd qui mange à la même table.
Étymologie: ὁμός, καπνός.

Greek Monolingual

ὁμόκαπνος, ὁ (Α)
(δ.γρφ. αντί ομόκαπος) αυτός που ζει δίπλα στην ίδια εστία, στον ίδιο καπνό, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + καπνός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκαπνος: вдыхающий тот же дым, т. е. греющийся у того же очага (Arst. - v. l. ὁμόκᾰπος).