ορθοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[οξυκέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 25 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρθοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου
αρχ.
αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυκέφαλος.