παραπληγικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(31)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=παραπληγικός
|Medium diacritics=παραπληγικός
|Low diacritics=παραπληγικός
|Capitals=ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΣ
|Transliteration A=paraplēgikós
|Transliteration B=paraplēgikos
|Transliteration C=parapligikos
|Beta Code=paraplhgiko/s
|Definition=Ionic for [[παραπληκτικός]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] ion. = [[παραπληκτικός]], Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] ion. = [[παραπληκτικός]], Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παραπληκτικός]], -ή, -ό / [[παραπληκτικός]], ιων. τ. [[παραπληγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραπληγία]] / [[παραπληξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληγία]]<br /><b>2.</b> (και ως ουσ.) [[άτομο]] που πάσχει από [[παραπληγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληξία]], δηλ. στην [[ημιπληγία]] («χεὶρ παρελύθη [[μετά]] σπασμοῡ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῡ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[μανιακός]], παραφρων, [[τρελός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραπληκτικῶς</i> Α<br />με παραπληκτικό τρόπο.
|mltxt=και [[παραπληκτικός]], -ή, -ό / [[παραπληκτικός]], ιων. τ. [[παραπληγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραπληγία]] / [[παραπληξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληγία]]<br /><b>2.</b> (και ως ουσ.) [[άτομο]] που πάσχει από [[παραπληγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληξία]], δηλ. στην [[ημιπληγία]] («χεὶρ παρελύθη [[μετά]] σπασμοῦ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[μανιακός]], παραφρων, [[τρελός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραπληκτικῶς</i> Α<br />με παραπληκτικό τρόπο.
}}
{{elnl
|elnltext=παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] [[halfzijdig verlamd]].
}}
}}

Latest revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπληγικός Medium diacritics: παραπληγικός Low diacritics: παραπληγικός Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: paraplēgikós Transliteration B: paraplēgikos Transliteration C: parapligikos Beta Code: paraplhgiko/s

English (LSJ)

Ionic for παραπληκτικός.

German (Pape)

[Seite 494] ion. = παραπληκτικός, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.

Greek Monolingual

και παραπληκτικός, -ή, -ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, -ή, -όν, ΝΑ παραπληγία / παραπληξία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία
2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληξία, δηλ. στην ημιπληγία («χεὶρ παρελύθη μετά σπασμοῦ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)
3. μανιακός, παραφρων, τρελός.
επίρρ...
παραπληκτικῶς Α
με παραπληκτικό τρόπο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.