Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετασίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(32)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πετᾰσίτης''': [ῑ] -ου, ([[πέτασος]]) φυτὸν ἔχον πλατὺ [[φύλλον]] ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «[[πετασίτης]] [[μίσχος]] [[[μόσχος]]] ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου [[πάχος]]· ἐφ’ οὗ [[φύλλον]] πετασῶδες μέγα, προσκείμενον [[ὥσπερ]] [[μύκης]]» Διοσκ. 4. 108.
|lstext='''πετᾰσίτης''': [ῑ] -ου, ([[πέτασος]]) φυτὸν ἔχον πλατὺ [[φύλλον]] ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «[[πετασίτης]] [[μίσχος]] ([[μόσχος]]) ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου [[πάχος]]· ἐφ’ οὗ [[φύλλον]] πετασῶδες μέγα, προσκείμενον [[ὥσπερ]] [[μύκης]]» Διοσκ. 4. 108.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]] με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 [[περίπου]] είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών [[φυτών]] τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά αυτοφυές το [[είδος]] Petasites hybridus, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] κωλοπάνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτασος]] «πλατύ [[καπέλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>δενδρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]] με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 [[περίπου]] είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών [[φυτών]] τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά αυτοφυές το [[είδος]] Petasites hybridus, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] κωλοπάνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτασος]] «πλατύ [[καπέλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[δενδρίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, hutförmig, bes. eine Pflanze mit breitem, hutförmigem Blatte, tussilago petasites, Linn., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰσίτης: [ῑ] -ου, (πέτασος) φυτὸν ἔχον πλατὺ φύλλον ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «πετασίτης μίσχος (μόσχος) ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου πάχος· ἐφ’ οὗ φύλλον πετασῶδες μέγα, προσκείμενον ὥσπερ μύκης» Διοσκ. 4. 108.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 περίπου είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών φυτών τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην Ελλάδα απαντά αυτοφυές το είδος Petasites hybridus, γνωστό με την κοινή ονομασία κωλοπάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτασος «πλατύ καπέλο» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δενδρίτης)].